Επιχειρήσεις

Γ. Δουκίδης: «Η συγκέντρωση στο λιανεμπόριο τροφίμων θα συνεχιστεί» - Οι νέες τάσεις


Νέο γύρο συγκέντρωσης στο λιανεμπόριο τροφίμων προβλέπει ο Γεώργιος Δουκίδης, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιστημονικός Σύμβουλος του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Όπως υπογραμμίζει ο κ. Δουκίδης, «η Ελλάδα έχει την μικρότερη συγκέντρωση στο λιανεμπόριο τροφίμων από όλες τις χώρες της ΕΕ αφού τα μεγάλα σούπερ-μάρκετ εκπροσωπούν μόνο το 50% περίπου του λιανεμπορίου τροφίμων. Άρα νομοτελειακά η συγκέντρωση θα συνεχιστεί αν υποθέσουμε ότι θα γίνει σύγκλιση με τους αντίστοιχους μέσους όρους της Ευρώπης που είναι πάνω από 70%».

Παράλληλα, ο κ. Δουκίδης σκιαγραφεί το προφίλ του Έλληνα καταναλωτή τονίζοντας ότι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι εξελίξεων και προοπτικών για αναδυόμενες νέες συμπεριφορές. Μεταξύ άλλων, κυνηγάει τις προσφορές/εκπτώσεις αφού εξοικονομεί κατά μέσο όρο 11-12% στα συνολικά χρήματα που ξοδεύει, του αρέσει να δοκιμάζει νέες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ενώ νοιώθει σιγουριά και εμπιστοσύνη για τις αγορές στα σούπερ μάρκετ λόγω ποικιλίας και φρεσκάδας των προϊόντων, λογικών τιμών σε σχέση με την αξία που δίνουν, προσωπικής επαφής με τους υπαλλήλους και ουσιαστικής εξυπηρέτησης.

Ο κ. Δουκίδης αναγνωρίζει ότι η οικονομική κρίση επηρέασε την αγοραστική συμπεριφορά του Έλληνα καταναλωτή με αποτέλεσμα να έχει έχει καταγραφεί τα τελευταία οκτώ χρόνια μια συνολική μείωση στην αξία των αγορών κατά 21% και σε ποσότητες κατά 16%.

Αναφορικά με την δυναμική που παρουσιάζει ο κλάδος του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα, ο κ. Δουκίδης επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το 2019 αναμένεται 4 εκατομμύρια Έλληνες να αγοράσουν online προϊόντα/υπηρεσίες αξίας περίπου 5 δισ. ευρώ.

«Αναμένουμε για την επόμενη δεκαετία η κατηγορία των on-line αγορών να είναι η πιο ταχέως αναπτυσσόμενη στα FMCG» τονίζει ο κ. Δουκίδης και συνεχίζει «Σημαντικός παράγοντας θα είναι επίσης η πιθανή είσοδος στην τοπική αγορά μεγάλων online παικτών από το εξωτερικό. Βέβαια το ψηφιακό κανάλι θα γίνει κερδοφόρο μόνο όταν υπάρχουν μεγάλοι όγκοι παραγγελιών και οργανωθεί σωστά και αποδοτικά η διαδικασία της διανομής και εξυπηρέτησης».

Η συνέντευξη του κ. Δουκίδη στη δημοσιογράφο Μαρία Τσιβγέλη (ΑΠΕ-ΜΠΕ)

ΕΡ. Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος λιανικής πώλησης τροφίμων στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από έντονες ανακατατάξεις. Πώς αξιολογείτε τις εξελίξεις αυτές; Πιστεύετε ότι η τάση συγκέντρωσης στο ελληνικό λιανεμπόριο θα συνεχιστεί;

ΑΠ. Οι ανακατατάξεις (εξαγορές, συγχωνεύσεις, οργανικές αυξήσεις πωλήσεων) είναι στοιχεία υγιούς ανταγωνισμού και δυναμικής επιχειρηματικότητας. Τις συναντάμε σε όλες τις οικονομίες και κλάδους, απλώς στην Ελλάδα είχαμε μια ιδιαίτερα αυξητική τάση λόγω της οικονομικής κρίσης. Τις εξελίξεις στον κλάδο λιανικής πώλησης τροφίμων τις αξιολογώ θετικά αφού είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλές επενδύσεις και πολλαπλές πλέον επιλογές για τους τελικούς καταναλωτές. Η Ελλάδα έχει την μικρότερη συγκέντρωση στο λιανεμπόριο τροφίμων από όλες τις χώρες της ΕΕ αφού τα μεγάλα σούπερ-μάρκετ εκπροσωπούν μόνο το 50% περίπου του λιανεμπορίου τροφίμων. Άρα νομοτελειακά η συγκέντρωση θα συνεχιστεί αν υποθέσουμε ότι θα γίνει σύγκλιση με τους αντίστοιχους μέσους όρους της Ευρώπης που είναι πάνω από 70%. Βέβαια εδώ να αναφέρω τις βέλτιστες πρακτικές και την προστιθέμενη αξία που προσφέρουν αρκετά μικρά/εξειδικευμένα λιανεμπορικά καταστήματα αλλά και οι αλυσίδες Food-to-Go.

ΕΡ. Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν σήμερα οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ταχέως κινούμενων καταναλωτικών αγαθών (FMCG); Ποια ζητήματα πρέπει να διαχειριστούν;

ΑΠ. Δυστυχώς τα εξωγενή προβλήματα (η οικονομική αβεβαιότητα που επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογία του καταναλωτή και ο υψηλός ΦΠΑ που ανεβάζει τις τελικές τιμές), η πολυνομία/γραφειοκρατία του δημοσίου και το υψηλό κόστος του τραπεζικού δανεισμού παραμένουν στην πρώτη γραμμή των προβλημάτων, η επίλυση των οποίων βέβαια δεν εξαρτάται από τις εταιρίες του κλάδου. Μετά τις έντονες ανακατατάξεις των τελευταίων ετών οι εταιρίες πλέον δίνουν μεγάλη σημασία στην λειτουργική ετοιμότητα και τα συστήματά/δομές με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση του λειτουργικού κόστους. Σημαντικές αναδυόμενες επίσης πρακτικές έχουν στο επίκεντρο τον τελικό καταναλωτή με επενδύσεις στα καταστήματα τύπου convenience store, με νέα καινοτόμα προϊόντα, με συμπληρωματικά ψηφιακά κανάλια διανομών, με συνεχή ανάλυση των αγοραστικών συμπεριφορών και υλοποίησης εξειδικευμένων υπηρεσιών/ενεργειών ανά κατηγορία πελατών.

ΕΡ. Το online shopping έχει μπει στη ζωή μας, ωστόσο μικρό ποσοστό των συμπολιτών μας, βάσει ερευνών, πραγματοποιούν τα ψώνια τους μέσω διαδικτύου. Εκτιμάτε ότι αυτή η εικόνα θα αλλάξει και με τι ρυθμό;

ΑΠ. Το 2019 αναμένεται 4 εκατομμύρια Έλληνες να αγοράσουν online προϊόντα/υπηρεσίες αξίας περίπου 5 δισ. ευρώ. Τα προϊόντα FMCG είναι από τις μικρότερες κατηγορία και δεν ξεπερνάνε τα 100 εκατ. ευρώ οι online πωλήσεις αφού λιγότερο από το 5% των Ελλήνων καταναλωτών κάνουν διαδικτυακές αγορές για αυτή την κατηγορία. Βέβαια αναμένουμε για την επόμενη δεκαετία η κατηγορία των on-line αγορών να είναι η πιο ταχέως αναπτυσσόμενη στα FMCG. Για παράδειγμα η online παραγγελία του έτοιμου φαγητού πέρυσι είχε μια αλματώδη ανάπτυξη και έφτασε τα 500 εκατ. ευρώ που σχετίζεται με τις αναδυόμενες καταναλωτικές συνήθειες αλλά και σοβαρές επενδύσεις από τις λιανεμπορικές αλυσίδες. Λόγω αυτής της προοπτικής δικαιολογείται γιατί όλες οι μεγάλες αλυσίδες κάνουν επενδύσεις στο ηλεκτρονικό εμπόριο ενώ βλέπουμε και την είσοδο αποκλειστικά online σούπερ-μάρκετ. Σημαντικός παράγοντας θα είναι επίσης η πιθανή είσοδος στην τοπική αγορά μεγάλων online παικτών από το εξωτερικό. Βέβαια το ψηφιακό κανάλι θα γίνει κερδοφόρο μόνο όταν υπάρχουν μεγάλοι όγκοι παραγγελιών και οργανωθεί σωστά και αποδοτικά η διαδικασία της διανομής και εξυπηρέτησης.

ΕΡ. Πως διαμορφώνεται το προφίλ του Έλληνα καταναλωτή και ποιες είναι οι νέες αγοραστικές του συνήθειες; Πόσο έχει αλλάξει η οικονομική κρίση την καταναλωτική συμπεριφορά και σε ποιο βαθμό στρέφονται στα ελληνικά προϊόντα;

ΑΠ. Γενικά ο Έλληνας καταναλωτής βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι εξελίξεων και προοπτικών για αναδυόμενες νέες συμπεριφορές. Για παράδειγμα κυνηγάει τις προσφορές/εκπτώσεις (το 56% αναφέρουν ότι είναι ο κύριος λόγος να επιλέξουν κατάστημα) αφού εξοικονομεί κατά μέσο όρο 11-12% στα συνολικά χρήματα που ξοδεύει, ενώ παράλληλα το 37% αγχώνεται και μπερδεύεται με τις πολλές προσφορές. Παρ ότι είναι loyal (το 85% έχει μια κυρία αλυσίδα για τις αγορές) το τελευταίο διάστημα το 36% του αρέσει να δοκιμάζει νέες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Ενώ το 82% νοιώθει σιγουριά και εμπιστοσύνη για τις αγορές στα σούπερ μάρκετ λόγω ποικιλίας και φρεσκάδας των προϊόντων, λογικών τιμών σε σχέση με την αξία που δίνουν, προσωπικής επαφής με τους υπαλλήλους και ουσιαστικής εξυπηρέτησης, οι μισές επισκέψεις για τρόφιμα γίνονται σε εξειδικευμένα καταστήματα. Παρ ότι το 67% προτιμάει προϊόντα ελληνικής-μεσογειακής κουζίνας, στις νέες γενιές (κοντά στο 50%) τους αρέσει η ποικιλία από διαφορετικές εθνικές κουζίνες. Η οικονομική κρίση σίγουρα επηρέασε την αγοραστική συμπεριφορά αφού πέρα από την προτίμηση τοπικών προϊόντων έχει καταγραφεί τα τελευταία οκτώ χρόνια μια συνολική μείωση στην αξία των αγορών κατά 21% και σε ποσότητες κατά 16%.

ΕΡ. Πως διαμορφώνονται οι τιμές των ειδών διατροφής στο οργανωμένο λιανεμπόριο της χώρας αλλά και σε σχέση με τα σούπερ μάρκετ του εξωτερικού;

ΑΠ. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις τα τελευταία χρόνια στο ΦΠΑ οι προμηθευτές και λιανέμποροι κατάφεραν να κρατήσουν τις τιμές σε λογικές τιμές. Η μεγάλη αυτή προσπάθεια φαίνεται ειδικά όταν συγκρίνονται οι τιμές με τα σούπερ-μάρκετ του εξωτερικού. Η επαναλαμβανόμενη έρευνα του ΙΕΛΚΑ για τις τιμές στο τυπικό καλάθι του σούπερ-μάρκετ (περιλαμβάνει 20 υποκατηγορίες προϊόντων) δείχνει ότι οι τέσσερις χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία μαι Αγγλία) έχουν κατά μέσο όρο ακριβότερο καλάθι από την Ελλάδα από 8% έως 29%. Αν αφαιρεθεί ο ΦΠΑ τότε οι διάφορες μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο και κυμαίνονται από 16% έως 43%.

ΕΡ. Πολλές τάσεις έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια, μεταξύ αυτών η χρήση των social media από τους καταναλωτές. Πώς μπορούν να τις αξιοποιήσουν οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις και οι προμηθεύτριες εταιρείες;

ΑΠ. Έχετε απόλυτα δίκαιο για την σημασία των social-media και γενικά του ψηφιακού μάρκετινγκ για τον Έλληνα καταναλωτή. Για τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις, το 20% των καταναλωτών πληροφορείται για προσφορές στο Internet και τα social media ενώ το 10% αξιοποιεί το κινητό του για την πληροφόρηση αυτή. Παράλληλα τα 4 εκατομμύρια των Ελλήνων online αγοραστών πραγματοποιούν το 70% των συνολικών τους φυσικών αγορών αφού έχουν ψάξει ή/και πληροφορηθεί online. Αυτό εξηγεί και τα υψηλά ποσά που επενδύονται σε ψηφιακό μάρκετινγκ από τις προμηθεύτριες εταιρίες, αφού δεν αφορά τόσο τις online αγορές αλλά κυρίως στοχεύουν στις offline αγορές.

Διαβαστε επισης