Εκπρόσωποι από οκτώ πόλεις της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της βόρειας και νότιας Αμερικής που έχουν έρθει αντιμέτωποι με προκλήσεις στη διαχείριση προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών συναντήθηκαν σήμερα στην Αθήνα για να ανταλλάξουν τεχνογνωσία σε σημαντικά ζητήματα που τους απασχολούν.
Οι συναντήσεις, που θα συνεχιστούν τις επόμενες δύο ημέρες, γίνονται στο πλαίσιο του δικτύου «100 Ανθεκτικές Πόλεις» («100 Resilient Cities»), που αποτελεί μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος Rockefeller. Το δίκτυο έχει ως στόχο να κάνει τις πόλεις περισσότερο ανθεκτικές σε κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις.
Επικεφαλής αστικής ανθεκτικότητας απο την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι, το Αμάν, τη Ραμάλα, το Μεντεγίν, το Λος Άντζελες και το Μόντρεαλ αντάλλαξαν απόψεις μεταξύ τους, καθώς και με εκπροσώπους διεθνών οργανισμών, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και εταιρειών. Σήμερα το 60% των 19,5 εκατ. προσφύγων όλου του κόσμου και το 80% των εσωτερικά εκτοπισμένων πληθυσμών ζουν στις αστικές περιοχές, επισήμανε κατά την έναρξη των εργασιών του δικτύου η επικεφαλής του Γραφείου Ανθεκτικότητας του δήμου Αθηναίων, Λενιώ Μυριβήλη. «Οι πόλεις είναι αναμφισβήτητα στην πρώτη γραμμή της υποδοχής και της ένταξης μεταναστών. Ωστόσο η αδυναμία να χειριστούμε τη σημερινή κρίση αντικατοπτρίζει όχι μόνο μια απειλή για τη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και μια χαμένη ευκαιρία για τις πόλεις μας να βελτιώσουν τις υποδομές τους, τις υπηρεσίες τους και τα συστήματα διακυβέρνησής τους», παρατήρησε ο αντιδήμαρχος Μεταναστευτικής Πολιτικής του δήμου Αθηναίων, Λευτέρης Παπαγιαννάκης. Αναφορικά με τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο δήμος Αθηναίων στη διαχείριση των προσφυγικών ροών, ο κ. Παπαγιαννάκης εξήγησε ότι η κύρια πρόκληση είναι «να δουλέψουμε στην κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής και να ακούσουμε και τους πολίτες. Είναι ένα ερώτημα το πώς θα δημιουργήσουμε ισορροπία ανάμεσα στους πολίτες και τους πρόσφυγες».
Ο δήμος Παρισιού βρέθηκε πρόσφατα στην επικαιρότητα καθώς ανακοίνωσε τη δημιουργία δύο κέντρων προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων, το πρώτο σε ένα μήνα και το δεύτερο για ευάλωτους μέχρι τα τέλη του έτους. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής αστικής ανθεκτικότητας του Παρισιού, Σεμπαστιέν Μερ, «η κύρια πρόκληση του δήμου για την προσφυγική κρίση είναι να προσφέρουμε ένα πρώτο χώρο υποδοχής με αξιοπρέπεια για όλους αυτούς τους ανθρώπους που θεωρούν το Παρίσι όχι ένα τελικό προορισμό, αλλά ενδιάμεσο προορισμό στο δρόμο τους για την Αγγλία. Σταματούν στο Παρίσι για λίγες ημέρες, εβδομάδες ή μήνες, αλλά μέχρι τώρα μένουν στους δρόμους. Αυτό δεν είναι αποδεκτό για τη δήμαρχο Παρισιού και τους πολίτες».
Αναγκαία είναι, σύμφωνα με τον κ. Μερ, η ανάγκη δημιουργίας ενός διεθνούς παρατηρητηρίου «που θα μπορέσει να προβλέψει τον αριθμό των προσφύγων που μετακινούνται. Ο στόχος μας είναι να προετοιμαστούμε και να υπολογίσουμε εκ των προτέρων πόσοι πρόσφυγες θα φτάσουν το επόμενο διάστημα για να είμαστε σε θέση να τους προσφέρουμε τις κατάλληλες υπηρεσίες υποδοχής». Όσον αφορά στην ενσωμάτωση, «το ζήτημα αυτό δεν είναι το κύριο πρόβλημά μας, καθώς το Παρίσι ήταν πάντα μια πόλη ενσωμάτωσης μεταναστών. Στην περίπτωση όσων θα χρειαστεί να μείνουν στη Γαλλία το πιο σημαντικό εμπόδιο είναι η γλώσσα. Είμαστε ήδη εξοπλισμένοι στο Παρίσι με εκπαιδευτικά προγράμματα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων για τους συνήθεις, ας τους πούμε έτσι, μετανάστες, οπότε δεν ανησυχούμε για τη μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη ενσωμάτωσή τους».
Ο Σαντιάγκο Ουρίμπ Ρόκα ήρθε στην Αθήνα εκπροσωπώντας το Μεντεγίν, το δεύτερο μεγαλύτερο δήμο της Κολομβίας. Στη χώρα του, όπως μας εξήγησε, υπάρχει το μεγαλύτερο φαινόμενο εσωτερικά εκτοπισμένων πληθυσμών παγκοσμίως, με οκτώ εκατομμύρια εκτοπισμένους σε μια χώρα 48 εκατομμυρίων πολιτών, οι οποίοι προσπαθούν να γλυτώσουν από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ειδικά το Μεντεγίν, είναι ένας από τους κύριους προορισμούς για τους εσωτερικά εκτοπισμένους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο κ. Ρόκα, η πόλη έχει πληθυσμό 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι 700.000 ήρθαν από άλλες περιοχές, κυρίως αγροτικές, τα τελευταία 20 χρόνια. «Είχαμε να δημιουργήσουμε μια πολιτική για τους εκτοπισμένους και η πόλη μας είναι πολύ γνωστή για τις καινοτόμες προσεγγίσεις που ανέπτυξε για τη διαχείριση του φαινομένου, βασισμένες κυρίως σε πολιτικές μακροπρόθεσμης ένταξης των ανθρώπων και όχι απλά στην ανθρωπιστική υποδοχή τους. Για παράδειγμα δημιουργήσαμε μονάδα φροντίδας θυμάτων, νομίζω ότι ήμασταν ο πρώτος δήμος στη χώρα που το έκανε αυτό», λέει. Την ίδια ώρα χιλιάδες Αφρικανοί, Κινέζοι και Κουβανοί αντιμετωπίζουν την Κολομβία ως χώρα διέλευσης για να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ένα από τα περάσματά τους είναι το Μεντεγίν, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον Παναμά. Ο δήμος, επισημαίνει ο κ. Ρόκα, αναζητά τρόπους για να βοηθήσει τους μετανάστες να μετακινούνται με νόμιμους τρόπους, προκειμένου να μην πέφτουν θύματα των κυκλωμάτων.
Με την πολύπλευρη αυτή εμπειρία στις αποσκευές του, ο εκπρόσωπος του δήμου του Μεντεγίν υπογραμμίζει ότι «θα πρέπει να είμαστε πιο δημιουργικοί στην ενσωμάτωση των προσφύγων στις κοινωνίες μας, για παράδειγμα μέσω της εκπαίδευσης, γιατί στο μέλλον η ανάπτυξη των πόλεών μας θα βελτιωθεί μέσω της ενσωμάτωσης αυτής της διαφορετικότητας. Και το Μεντεγίν είναι ένα παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση, γιατί χωρίς αυτό τον πληθυσμό των εσωτερικά εκτοπισμένων δεν θα είχαμε αναγνωριστεί ως μια από τις πόλεις με το μεγαλύτερο αστικό μετασχηματισμό και μια από τις πόλεις με τους λιγότερους αποκλεισμούς στον κόσμο». «Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα», συνεχίζει, «έχουμε πολλές προκλήσεις μπροστά μας γιατί χρειάζεται χρόνος για να μετατρέψεις αυτά τα φαινόμενα σε μια πολιτιστική μεταμόρφωση».
O επικεφαλής αστικής ανθεκτικότητας της πόλης του Μόντρεαλ, Λουίζ Μπραντέτ, περιγράφει τη δουλειά που έγινε στο δήμο της στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των προσφύγων, από τα τέλη του περασμένου χρόνου, όταν ο Καναδάς υποδέχτηκε 25.000 πρόσφυγες, και μετά. «Σύντομα καταλάβαμε ότι χρειαζόμαστε εργατικό δυναμικό όχι μόνο από τη Συρία αλλά και από όλο τον κόσμο, οπότε σχεδιάζουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο γραφείο για την ενσωμάτωση των νεοαφιχθέντων, πρώτα από όλα για να τους βοηθήσουμε με το εμπόδιο της γλώσσας, γιατί για να βρει κάποιος δουλειά πρέπει να μιλάει γαλλικά. Αυτό το γραφείο θα συντονίζει όλες τις δράσεις τις σχετικές με την ενσωμάτωση των μεταναστών». Επίσης, ο δήμος βρίσκεται σε επαφή με τις εταιρείες, τις βιομηχανίες και τους άλλους εργασιακούς χώρους, «προκειμένου αν τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν την πραγματικότητα των νέων αφίξεων και να τους συνδέσουμε με τους πρόσφυγες».