Σφοδρές αντιδράσεις από δημοσιογραφικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο και από οργανώσεις για την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών προκαλεί η καταδίκη σε ισόβια δεσμά του Τζίμι Λάι, μεγιστάνα των media στο Χονγκ Κονγκ, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για «ανταρσία και αθέμιτη σύμπραξη με δυνάμεις στο εξωτερικό» - δηλαδή για προδοσία.
Η δικαστική ετυμηγορία αποτελεί ορόσημο για την πόλη, καθώς είναι η πρώτη καταδίκη για τέτοιο «έγκλημα» από το 1997 που το Χονγκ Κονγκ τέθηκε υπό κινεζική κυριαρχία.
Λίγο μετά την ανακοίνωση της απόφασης, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου κατήγγειλαν την ετυμηγορία ως «παρωδία καταδίκης» και ως επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.
Η Βρετανία επανέλαβε τη θέση της ότι η δίωξη είναι «πολιτικά υποκινούμενη» και κάλεσε για την άμεση απελευθέρωση του Λάι, ο οποίος είναι Βρετανός υπήκοος.
Ο 78χρονος βρίσκεται στη φυλακή από τα τέλη του 2020, προφυλακισμένος και εκτίοντας ήδη αρκετές ποινές που σχετίζονται με υποκίνηση διαδηλώσειων.
Η καταδίκη του Λάι, τον οποίο οι δικαστές χαρακτήρισαν ως «εγκέφαλο συνωμοσιών με στόχο την αποσταθεροποίηση της κινεζικής κυβέρνησης», ήρθε έπειτα από μια αμφιλεγόμενη δίκη που διήρκεσε πάνω από δύο χρόνια.
Οι εισαγγελείς κατηγόρησαν τον Λάι ότι χρησιμοποίησε την εφημερίδα του Apple Daily, καθώς και τις διεθνείς πολιτικές του διασυνδέσεις, για να πιέσει κυβερνήσεις να επιβάλουν κυρώσεις και άλλα τιμωρητικά μέτρα κατά των αρχών της Κίνας και του Χονγκ Κονγκ.
Η Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων χαρακτήρισαν τη δίωξη «επαίσχυντη πράξη», που «υπογραμμίζει την απόλυτη περιφρόνηση του Χονγκ Κονγκ για την ελευθερία του Τύπου, η οποία υποτίθεται ότι προστατεύεται από το μίνι σύνταγμα της πόλης, τον Θεμελιώδη Νόμο,
» Το μόνο “έγκλημα” του Τζίμι Λάι είναι ότι εξέδιδε μια εφημερίδα και υπερασπιζόταν τη δημοκρατία», αναφέρει η Επιτροπή.