Διεθνή

Η υβριδική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ: Τραμπ και Λατινική Αμερική


Η διάκριση ανάμεσα στον πολεμικό και τον διπλωματικό χαρακτήρα της πολιτικής Τραμπ γίνεται ακόμη πιο εμφανής όταν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο η Ουάσιγκτον παρεμβαίνει –ή επιλέγει συνειδητά να μην παρέμβει– στις πολιτικές και εκλογικές διαδικασίες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.

Σε αντίθεση με τις μεγάλες αφηγήσεις στρατιωτικής επέμβασης του Ψυχρού Πολέμου ή των δεκαετιών που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, η σημερινή στρατηγική δεν βασίζεται πρωτίστως στη βίαιη ανατροπή καθεστώτων. Αντίθετα, δομείται γύρω από μια πιο σύνθετη λογική: τη διαμόρφωση του πολιτικού αποτελέσματος μέσω πίεσης, ανοχής, επιλεκτικής νομιμοποίησης και σιωπηρών απειλών. Πρόκειται για μια μορφή «ήπιας επιβολής», όπου η δημοκρατία δεν καταργείται, αλλά επαναπροσδιορίζεται εντός αποδεκτών ορίων, συχνά με τη συνεργασία ή την ανοχή των εγχώριων θεσμών και μέσων ενημέρωσης.

Η προσέγγιση αυτή εγγράφεται σε μια μακρά ιστορική συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή, η οποία ήδη από το Δόγμα Μονρόε θεμελίωσε τη Λατινική Αμερική ως προνομιακή ζώνη επιρροής των ΗΠΑ, όχι κατ’ ανάγκη μέσω άμεσης κατοχής, αλλά μέσω πολιτικού ελέγχου, θεσμικής εξάρτησης και καθορισμού των «αποδεκτών» ορίων κυριαρχίας.

Η Ονδούρα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεθόδου. Στις πρόσφατες εκλογές, ο νεοεκλεγείς δεξιός υποψήφιος Νάσρι Ασφούρα αναδείχθηκε σε de facto ευνοούμενο της Ουάσιγκτον και προσωπικά του Τραμπ. Η στήριξη εκφράστηκε μέσω πολιτικών και διπλωματικών σημάτων: επαφές με αμερικανικούς θεσμούς, θετικές αναφορές στη «σταθερότητα» και στην «ασφάλεια» και έμφαση στη συνέχιση οικονομικών πολιτικών, φιλικών προς τις αγορές και τη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Απέναντί του, ο Σαλβαδόρ Νασράλα, εκπρόσωπος ενός κεντρώου συνασπισμού, κρίθηκε ως μάλλον επαρκής, αλλά σίγουρα όχι προνομιακός. Η υποψήφια της Αριστεράς, Ρίξι Μονκάδα, βρέθηκε αντιμέτωπη όχι μόνο με την εσωτερική αντιπολίτευση αλλά και με ένα διεθνές περιβάλλον εμφανώς ψυχρό. Οι καταγγελίες περί «εκλογικού πραξικοπήματος», οι καθυστερήσεις και η αδιαφάνεια πέρασαν σαφώς σε δεύτερη μοίρα από την Ουάσιγκτον τις εβδομάδες που ακολούθησαν.

Στη Χιλή, η εικόνα είναι θεσμικά καθαρότερη, αλλά πολιτικά εξίσου αποκαλυπτική. Η πρόσφατη (14/12) εκλογική επικράτηση του Χοσέ Αντόνιο Καστ στις προεδρικές εκλογές (58% στον δεύτερο γύρο έναντι της αριστερής αντιπάλου του, Τζανέτ Χάρα) δεν μπορεί να ιδωθεί αποκλειστικά ως εσωτερική πολιτική μετατόπιση. Συνιστά μέρος μιας ευρύτερης αναδιάταξης, όπου η άκρα Δεξιά επανέρχεται ως «θεσμικά ασφαλής» επιλογή σε περιβάλλον έντονης κοινωνικής κόπωσης, ανασφάλειας και πολυκρίσης.

Η άνοδος του Καστ δεν απηχεί μόνο την αντίδραση στις επιχειρούμενες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά και ένα διεθνές πλαίσιο που επιβραβεύει την πειθαρχία, τη σκληρή ρητορική νόμου και τάξης και τη σαφή γεωπολιτική ευθυγράμμιση. Η σιωπηρή αποδοχή της εξέλιξης αυτής από την Ουάσιγκτον λειτουργεί ως έμμεση νομιμοποίηση, χωρίς την ανάγκη ανοιχτής παρέμβασης. Η εκλογική διαδικασία παραμένει τυπικά ακέραιη, ωστόσο το εύρος των πολιτικά «εφικτών» επιλογών περιορίζεται, καταδεικνύοντας ποιες στρατηγικές θεωρούνται συμβατές με τις αμερικανικές προτεραιότητες στην περιοχή.

Η Κολομβία παρουσιάζει την πιο περίπλοκη εικόνα. Η κυβέρνηση του Γκουστάβο Πέτρο, με την έμφαση στη διαπραγμάτευση με αντάρτικες οργανώσεις και στην ειρηνευτική διαδικασία, αμφισβητεί ευθέως βασικούς πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή. Οι δημόσιες απειλές του Τραμπ και οι προειδοποιήσεις περί «επόμενου στόχου» δεν συνιστούν άμεση στρατιωτική προετοιμασία, αλλά λειτουργούν ως σαφή όρια. Η διπλωματία γίνεται ανεκτή μόνο εφόσον δεν ανατρέπει τη γεωπολιτική ισορροπία. Οι εκλογικές διαδικασίες και η κοινωνική συναίνεση παρακολουθούνται στενά, καθώς η χώρα λειτουργεί ως πεδίο δοκιμής για την ανοχή της Ουάσιγκτον στην απόκλιση από το αμερικανικό πρότυπο.

Στο Εκουαδόρ, το δημοψήφισμα για την εγκατάσταση αμερικανικής στρατιωτικής βάσης ανέδειξε τα όρια της αμερικανικής επιρροής. Παρά τη στήριξη του προέδρου Ντανιέλ Νομπόα και τις πιέσεις της Ουάσιγκτον στο όνομα του πολέμου κατά των ναρκωτικών, η κοινωνία απέρριψε μια ενδεχόμενη στρατιωτικοποίηση της χώρας προς όφελος των ΗΠΑ, στέλνοντας μήνυμα ότι η ασφάλεια δεν νομιμοποιεί τα πάντα σε επίπεδο διεθνών συμμαχιών. Παράλληλα, στην Αργεντινή, η απευθείας χρηματοδοτική στήριξη για την πολιτική στήριξη του ομοϊδεάτη προέδρου Χαβιέρ Μιλέι και οι άμεσες παρεμβάσεις σε διάφορα πεδία εσωτερικής πολιτικής συνεχίζουν να λειτουργούν ως μοχλοί πολιτικής επιρροής, ενώ στο Μεξικό το μεταναστευτικό αποτελεί διαρκές εργαλείο πίεσης. Η συνύπαρξη απειλών και συνεργασίας χαρακτηρίζει τις σχέσεις αυτές, αποκαλύπτοντας τον υβριδικό χαρακτήρα της στρατηγικής.

H περίπτωση της Βενεζουέλας

Η Βενεζουέλα αποτελεί το καθαρότερο παράδειγμα της στρατηγικής του Ντόναλντ Τραμπ. Οι κυρώσεις, η οικονομική ασφυξία και η διαρκής αμφισβήτηση της νομιμότητας της κυβέρνησης Μαδούρο δημιουργούν ένα καθεστώς μόνιμης πίεσης, που υποκαθιστά την άμεση στρατιωτική επέμβαση. Η ρητορική περί «δημοκρατικής αποκατάστασης» συνδυάζεται με πρακτικές που επιδεινώνουν την κοινωνική κρίση, μετατρέποντας την καθημερινή επιβίωση σε εργαλείο πολιτικής φθοράς. Ο πόλεμος εδώ διεξάγεται μέσω οικονομικών, νομισματικών και εμπορικών μέσων, αποσυνδεδεμένος από τα στρατεύματα.

Εκτός από τις παραπάνω χώρες, η στρατηγική Τραμπ έχει επέκταση στη Βραζιλία, όπου η οικονομική συνεργασία με την Κίνα μέσω BRICS αναγκάζει την Ουάσιγκτον να υιοθετεί ταυτόχρονα πίεση και επιλεκτική συνεργασία, και στη Βολιβία, όπου η αλλαγή ηγεσίας απαιτεί επαναξιολόγηση πολιτικών κυρώσεων. Στην Ουρουγουάη και το Περού, η στρατηγική περιλαμβάνει διαπραγματεύσεις για οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα, ενώ στο Τρινιντάντ και στο Παναμά η επιρροή περιορίζεται σε εμπορικές συμφωνίες και διπλωματικές επαφές. Η Εκουαδόρ, εκτός από στρατιωτική διάσταση, αναδεικνύει τη σημασία της κοινωνικής συναίνεσης.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική Τραμπ στην περιοχή δεν είναι μονοδιάστατη. Διαμορφώνεται ως μωσαϊκό στρατηγικών: πολεμική πίεση σε χώρες υψηλού ρίσκου, διπλωματική καθοδήγηση σε πιο σταθερές, γεωοικονομική προσαρμογή όπου η Κίνα και οι BRICS δημιουργούν νέο περιβάλλον ισχύος. Ενώ η διακηρυγμένη πρόθεση για «λιγότερους πολέμους» φαντάζει ειρωνική, η ουσία είναι η μεταφορά της σύγκρουσης από το πεδίο μάχης στις κάλπες, στις αγορές, στους θεσμούς και στις διεθνείς συμμαχίες. Η Λατινική Αμερική παραμένει σήμερα χώρος διαρκούς, χαμηλής έντασης αντιπαράθεσης, όπου η αμερικανική ισχύς ασκείται αθόρυβα, αλλά με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

Η στρατηγική Τραμπ πάντως δεν περιορίζεται σε άμεσες εκλογικές και διπλωματικές παρεμβάσεις. Στην Ουρουγουάη, λόγου χάρη, η στρατηγική κινείται κυρίως μέσω εμπορίου και θεσμικών συμφωνιών, με στόχο τη σταθερότητα και την πρόληψη ανάπτυξης φιλοκινεζικών πολιτικών προγραμμάτων. Στο Περού, η πολιτική Τραμπ συνδυάζει εμπορικές συμφωνίες, αντιναρκωτική συνεργασία και στρατηγική εκπαίδευση, ενώ στο Εκουαδόρ οι εξελίξεις στο δημοψήφισμα δείχνουν πόσο σημαντική είναι η κοινωνική συναίνεση για την επιβολή στρατηγικών στόχων.

Η Λατινική Αμερική μετατρέπεται σε πεδίο πολυδιάστατης ισχύος, όπου οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν μια σύνθετη στρατηγική πολυεπίπεδης πίεσης και συνεργασίας, ενώ ταυτόχρονα η Κίνα αναπτύσσει εναλλακτικά δίκτυα οικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής. Η Βραζιλία, ως βασικός πυλώνας των BRICS, αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιμο παράγοντα: η συνεργασία με την Κίνα αλλάζει την ισορροπία δυνάμεων, αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να προσαρμόζουν τακτικές, να ενισχύουν διπλωματικές επαφές και να επιλέγουν ποιοτικά ελεγχόμενες παρεμβάσεις, αντί για ωμή στρατιωτική πίεση.

Οι κρίσιμες επόμενες εκλογές

Η προοπτική των επόμενων εκλογικών κύκλων είναι καθοριστική. Σενάρια που περιλαμβάνουν νέες αριστερές κυβερνήσεις (όπως αυτό της ανανέωσης της λαϊκής εντολής του Λούλα τη χρονιά που έρχεται) ή/και εκτεταμένη κοινωνική αντίδραση θα απαιτήσουν περαιτέρω προσαρμογές, πιθανόν συνδυασμό οικονομικών κινήτρων, ανοιχτής πολιτικής στήριξης προς υποψηφίους ή εκ νέου στρατηγικής πίεσης. Η στρατηγική Τραμπ ως προς την εξωτερική πολιτική διαχρονικά συνδυάζει ρητορικές απειλές με οικονομικά κίνητρα, εν είδει «καρότου-μαστιγίου» ως προς τους εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, δεδομένων και των προτιμησιακών συμφωνιών ΕΕ-Mercosur, οι οποίες εντάσσουν ενεργά την ΕΕ στους ανταγωνιστές τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας για επιρροή στην περιοχή μέσω των εμπορικών ροών.

Συμπερασματικά, η προσέγγιση Τράμπ στην εξωτερική πολιτική υπογραμμίζει τη σημασία της Λατινικής Αμερικής ως πειραματόζωου για την εφαρμογή μιας νέας μορφής αμερικανικής ισχύος: λιγότερο θεαματικής, λιγότερο εμφανώς στρατιωτικής, αλλά βαθιά παρεμβατικής, που συνδυάζει οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά εργαλεία για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης κυριαρχίας των ΗΠΑ στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, η περιοχή παραμένει πεδίο δοκιμής για τις μελλοντικές στρατηγικές διαχείρισης ισχύος σε διεθνές επίπεδο, με τη Βενεζουέλα, την Ονδούρα, τη Χιλή, την Κολομβία και το Εκουαδόρ να λειτουργούν ως τα σημαντικότερα πεδία-κλειδιά στο μικροσκόπιο του Αμερικανού προέδρου.

Άρης Παπαδόπουλος, Πολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος

- Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Τραμπ 2.0 και ο μετασχηματισμός της διεθνούς τάξης: Γεωπολιτικές και οικονομικές αναδιατάξεις»

Διαβαστε επισης