Διεθνή

Γερμανία: Εκτίναξη στο 3,46% για το 30ετές γερμανικό ομόλογο


Στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011 σκαρφάλωσε η απόδοση του 30ετούς γερμανικού κρατικού ομολόγου, στέλνοντας ένα σαφές και ηχηρό μήνυμα από τις αγορές προς το Βερολίνο.

Το 3,46% δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο, αλλά ένδειξη ότι το κόστος δανεισμού της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης αυξάνεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημοσιονομικές ανάγκες διευρύνονται και οι αντοχές δοκιμάζονται. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, το γερμανικό χρέος παύει να θεωρείται αυτονόητα «φθηνό».

Η άνοδος της απόδοσης του 30ετούς Bund σημαίνει ότι το γερμανικό Δημόσιο καλείται πλέον να δανειστεί με όρους που θυμίζουν προ κρίσης χρέους εποχές. Παράλληλα, το 10ετές ομόλογο, ο βασικός δείκτης αναφοράς για τα κρατικά spreads στην Ευρώπη, κινείται κοντά στο 2,8%, επιβεβαιώνοντας ότι η πίεση δεν περιορίζεται στη μακρά λήξη αλλά διαχέεται σε ολόκληρη την καμπύλη αποδόσεων. Για μια χώρα που επί χρόνια χρηματοδοτούνταν με μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια, η μεταβολή αυτή συνιστά ουσιαστική αλλαγή στο χρηματοοικονομικό της περιβάλλον.

Πίσω από την άνοδο των αποδόσεων βρίσκεται ένας συνδυασμός παραγόντων. Καταρχάς, οι αυξημένες ανάγκες δανεισμού της Γερμανίας, οι οποίες συνδέονται με τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων, την ενίσχυση της άμυνας και τη μετάβαση της οικονομίας σε νέο ενεργειακό και βιομηχανικό μοντέλο. Οι αγορές προεξοφλούν μεγαλύτερη προσφορά χρέους τα επόμενα χρόνια και απαιτούν υψηλότερο επιτόκιο για να απορροφήσουν εκδόσεις πολύ μακράς διάρκειας.

Ταυτόχρονα, το διεθνές περιβάλλον επιτοκίων παραμένει αυστηρό. Η εποχή του εξαιρετικά φθηνού χρήματος έχει κλείσει τον κύκλο της και, παρά τις συζητήσεις για μελλοντική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οι επενδυτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί απέναντι στο μακροπρόθεσμο ρίσκο. Τα ομόλογα μεγάλης διάρκειας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις προσδοκίες για πληθωρισμό, επιτόκια και δημοσιονομική σταθερότητα, γεγονός που εξηγεί την ένταση της ανόδου στο 30ετές Bund.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν και οι δομικές αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης, τα προβλήματα στη βιομηχανία και το δημογραφικό βάρος εντείνουν τις ανησυχίες για τη μεσομακροπρόθεσμη εικόνα των δημόσιων οικονομικών. Παρότι η Γερμανία εξακολουθεί να διατηρεί κορυφαία πιστοληπτική διαβάθμιση, οι αγορές λειτουργούν προληπτικά, ενσωματώνοντας στους όρους δανεισμού τους κινδύνους που διαγράφονται στον ορίζοντα.

Η εξέλιξη αυτή έχει ευρύτερες συνέπειες για την Ευρωζώνη. Τα γερμανικά ομόλογα αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία «χτίζονται» οι αποδόσεις όλων των κρατών-μελών. Όταν το κόστος δανεισμού της Γερμανίας αυξάνεται, η πίεση μεταφέρεται αναπόφευκτα και στις υπόλοιπες χώρες, ιδίως σε εκείνες με υψηλότερο δημόσιο χρέος ή περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια.

Για την Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές λειτουργούν ως υπενθύμιση ότι το διεθνές περιβάλλον παραμένει απαιτητικό. Παρά τη βελτιωμένη εικόνα της οικονομίας και την πρόοδο στη διαχείριση του χρέους, η άνοδος των αποδόσεων στα «ασφαλή» ομόλογα μπορεί να επηρεάσει το συνολικό κόστος χρηματοδότησης, καθιστώντας κρίσιμη τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της αξιοπιστίας στις αγορές.

Στο εσωτερικό της Γερμανίας, το ζήτημα αποκτά και πολιτική διάσταση. Μέρος του Τύπου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Bild, προσεγγίζει την άνοδο των επιτοκίων ως απειλή για τους φορολογούμενους και το κοινωνικό κράτος, καλλιεργώντας ανησυχίες ότι το ακριβότερο χρέος θα περιορίσει τις δυνατότητες κρατικών παρεμβάσεων. Το αφήγημα της σχεδόν δωρεάν χρηματοδότησης, που κυριάρχησε επί χρόνια, φαίνεται να αμφισβητείται όλο και πιο έντονα στη δημόσια συζήτηση.

Χωρίς να συνιστά ακόμη κρίση, το άλμα της απόδοσης στο 3,46% λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα. Η Γερμανία παραμένει οικονομικά ισχυρή, αλλά η νέα πραγματικότητα στις αγορές ομολόγων υπενθυμίζει ότι οι ισορροπίες έχουν αλλάξει. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής και διαχείρισης του χρέους θα καθορίσουν αν αυτό το «καμπανάκι» θα αποδειχθεί μια παροδική αναταραχή ή η αρχή ενός πιο απαιτητικού κύκλου για τη γερμανική και την ευρωπαϊκή οικονομία.

Διαβαστε επισης