Οι σχέσεις με την Τουρκία έχουν αναδειχθεί σε μείζον προεκλογικό ζήτημα στη Γερμανία. Οι βασικοί υποψήφιοι για την καγκελαρία τάσσονται υπέρ της διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τι θα σήμαινε όμως αυτό;
Πολλοί εκτιμούν ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας-ΕΕ έχουν ήδη αποτύχει. Στη Γερμανία τόσο η Άνγκελα Μέρκελ, ως υποψήφια καγκελάριος της Χριστιανικής Ένωσης, όσο και ο Μάρτιν Σουλτς, ως υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών, τάχθηκαν υπέρ του τερματισμού των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα.
Με τη στάση της, η Γερμανίδα καγκελάριος -η οποία μέχρι πρότινος δίσταζε να διατυπώσει μια τόσο ξεκάθαρη θέση- υποχρεώνει τώρα και την ΕΕ να τοποθετηθεί. Υποστηρικτές πάντως διαθέτει, όπως για παράδειγμα τη Φεντερίκα Μογκερίνι, ύπατη εκπρόσωπο της ΕΕ για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Αλλά και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, σε ομιλία του στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα, διαπίστωσε πως η Τουρκία απομακρύνεται με «τεράστια» βήματα από την Ευρώπη.
Θεωρητικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στα μέσα Οκτωβρίου να λάβει την απόφαση να τερματίσει τις διαπραγματεύσεις και μαζί να διαγραφούν πλήρως τα σχετικά κονδύλια που προβλεπόταν να λάβει η Άγκυρα.
Μια στάση προς παραδειγματισμό
Μια σχετική απόφαση δεν θα εξέπληττε κανέναν μιας και η Τουρκία στην πραγματικότητα ποτέ μέχρι σήμερα δεν εκπλήρωσε τα κριτήρια και δεν προβλέπεται να τα εκπληρώσει στο άμεσο μέλλον. Η διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα ήταν πάντως κάτι πρωτόγνωρο για την ΕΕ, αφού στο παρελθόν δεν υπήρξαν παρόμοιες περιπτώσεις. Επί της ουσίας βέβαια θα είχε συμβολικό χαρακτήρα, αφού στην πραγματικότητα οι διαπραγματεύσεις έχουν παγώσει από τον περασμένο Δεκέμβριο. Εκτός αυτού δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα τα τελευταία δώδεκα χρόνια καθώς η Άγκυρα αρνείται να αναγνωρίσει την Κύπρο ως κράτος μέλος της ΕΕ. Κρίνοντας και μόνον από αυτό μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η Τουρκία δεν εννοούσε ποτέ σοβαρά την ένταξή της στην ΕΕ.
Όταν η Άνγκελα Μέρκελ έγινε για πρώτη φορά καγκελάριος το 2005 «κληρονόμησε» από τον προκάτοχό της, Γκέρχαρντ Σρέντερ, τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Τόσο η ίδια όσο και το κόμμα της είχαν επιφυλάξεις και γι΄ αυτό προέκριναν εξαρχής μια «προνομιακή εταιρική σχέση». Και από ό,τι φαίνεται είχαν δίκιο. Ο Ερντογάν, με το πέρασμα του χρόνου, απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από τις αξίες της ΕΕ.
Ωστόσο, ακόμα και εάν διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, η ΕΕ και η Τουρκία θα παρέμεναν στενά συνδεδεμένες, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Η ΕΕ θέλει να συνεχίσει να ισχύει και να εφαρμόζεται η συμφωνία με την Τουρκία για το προσφυγικό ενώ το Βερολίνο από την πλευρά του χρειάζεται ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την Άγκυρα μια και 50 Γερμανοί βρίσκονται σε τουρκικές φυλακές.
Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα θέλει να διατηρήσει την τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, το οποίο είναι ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια της τελευταίας. Ο τερματισμός των ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν θα σημάνει πάντως το τέλος των πολιτικών σχέσεων με την Τουρκία και ίσως είναι ένα μάθημα και για άλλες υπό ένταξη χώρες που δεν σκοπεύουν να τηρήσουν τους όρους ένταξης.