Τράπεζες

ΔΝΤ: Καίνε κεφάλαια οι τράπεζες μειώνοντας τα κόκκινα δάνεια - Χρειάζεται Plan B


Δεν συμμερίζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την άκρατη αισιοδοξία κυβέρνησης και τραπεζικών διοικήσεων για το σχέδιο μείωσης των «κόκκινων» δανείων με μοναδικό εργαλείο το σχέδιο «Ηρακλής» για τιτλοποιήσεις με κρατικές εγγυήσεις. Στη νέα του έκθεση, το Ταμείο επισημαίνει ότι οι τιτλοποιήσεις θα «κάψουν» κεφάλαια, που δεν είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να αναπληρώσουν προσφεύγοντας στην αγορά, γι' αυτό και θα πρέπει να υπάρχει ένα Plan B, για να τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση αδυναμίας τραπεζών να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια.

Στη νέα έκθεση που συντάσσεται με βάση το άρθρο 4 του Καταστατικού του, δηλαδή εκτός του πλαισίου της μεταμνημονιακής εποπτείας, το Ταμείο εξετάζει το σχέδιο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με τιτλοποιήσεις όχι μόνο από την πλευρά της εξυγίανσης των ισολογισμών, αλλά και σε σχέση με το πλήγμα που θα δεχθούν τα κεφάλαια των τραπεζών από αυτές τις συναλλαγές,

Όπως αναφέρει το ΔΝΤ, η στρατηγική τιτλοποιήσεων με το σχέδιο «Ηρακλής» θα μπορούσε να επιτύχει μια γρήγορη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι προσπάθειες άντλησης νέων κεφαλαίων θα στεφθούν με επιτυχία. Το Ταμείο προειδοποιεί ότι η πανδημία μπορεί να επιβραδύνει τη διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών και να απαιτηθεί μια ενεργητική προσέγγιση του προβλήματος από την κυβέρνησης, με ανάλυση κόστους - οφέλους για όλες τις διαθέσιμες επιλογές. Οι βασικοί στόχοι για την κυβέρνηση θα πρέπει να είναι η μείωση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων και η αποφυγή μια καθυστερημένης οικονομικής ανάκαμψης χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, θετικά κρίνεται η απόφαση της κυβέρνησης να επεκταθούν οι κρατικές εγγυήσεις για τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή το σχέδιο «Ηρακλής ΙΙ». Όμως, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ υποδεικνύουν στην κυβέρνηση να καταρτίσει εναλλακτικά σχέδια, για την περίπτωση που θα αποδειχθούν ανεπαρκείς οι προσπάθειες των τραπεζών να αντλήσουν νέα κεφάλαια ή/και για τον ενδεχόμενο να πραγματοποιηθούν οι κίνδυνοι στην εκτέλεση του σχεδίου.

H bad bank

Σε αυτό το σημείο, το ΔΝΤ αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι διαφωνεί με την απόφαση της κυβέρνησης να μην υιοθετήσει το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για bad bank, η οποία θα απορροφούσε «κόκκινα» δάνεια, αλλά και αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) από τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Όπως αναφέρει το Ταμείο, αφού η πρόταση της ΤτΕ «μπήκε στο ράφι», η κυβέρνηση ενθαρρύνεται να συνεργασθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους για να βρεθεί μια λύση για τη χαμηλή ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων (σ.σ.: σε ποσοστό που ξεπερνά το 60% τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται από DTC, δηλαδή κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας).

Το ΔΝΤ δεν αποφεύγει ακόμη και μια αναφορά σε μια δυσάρεστη, έσχατη λύση, για όσες τράπεζες ενδεχομένως δεν καταφέρουν να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά: να μετατραπεί το DTC σε μετοχές, με εισφορά κεφαλαίων από το Δημόσιο, δηλαδή ουσιαστικά να οδηγηθούν οι πιο αδύναμες τράπεζες κρατικοποίηση, στο βαθμό που δεν θα μπορούν να αξιοποιήσουν άλλα εργαλεία για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης. Το Ταμείο συνιστά, μάλιστα, να επισπευσθεί η νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέψει να χρησιμοποιείται το DTC και για τις τράπεζες που οδηγούνται σε εκκαθάριση, δηλαδή ουσιαστικά να μπορεί να συμβάλει το Δημόσιο στην κάλυψη κενών όταν μια τράπεζα καταρρέει.

Αποσύρεται η δυσμενής πρόβλεψη για το χρέος

Κατά τα λοιπά, το ΔΝΤ επανέρχεται με αυτή την έκθεση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, που είχε να εξετασθεί από το 2018, όταν η χώρα βγήκε από το μνημόνιο. Οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις του είναι διαφοροποιημένες από το παρελθόν, όταν είχε κρίνει ότι μεσοπρόθεσμα το χρέος είναι βιώσιμο, αλλά όχι και μακροπρόθεσμα.

Πλέον, το Ταμείο δηλώνει πλήρη αδυναμία να διατυπώσει μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για το ελληνικό χρέος, καθώς υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για το ρυθμό ανάπτυξης και το μελλοντικό κόστος δανεισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρει ότι αποσύρει και την προηγούμενη εκτίμησή του ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην βιώσιμο το χρέος μακροπρόθεσμα, αλλά τονίζει πάντως ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα δεν αμφισβητείται η βιωσιμότητά του, με βάση πολλά και διαφορικά μακροοικονομικά σενάρια που εξετάσθηκαν. Σημειώνει, όμως, ότι σε περίπτωση ενός οικονομικού σοκ, η εξυπηρέτηση του χρέους θα εξαρτηθεί από τη στήριξη που θα λάβει η Ελλάδα από την ευρωζώνη.