Οικονομία

Διπλάσιο επιτόκιο στην ευρωζώνη θέλουν οι «σκληροί» του Βορρά!


Κατακόρυφη αύξηση του κόστους χρήματος στην ευρωζώνη, που θα μπορούσε να φθάσει ακόμη και σε διπλασιασμό των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τα σημερινά, ήδη αυξημένα επίπεδα, ζητούν οι κεντρικοί τραπεζίτες του Βορρά, που φοβούνται ότι ο πληθωρισμός θα αργήσει πολύ να πέσει κοντά στον στόχο του 2%, ενώ οι χώρες του Νότου φοβούνται ότι αυτή η πολιτική θα επιβαρύνει σοβαρά το κόστος δανεισμού των ασθενέστερων οικονομιών, φέρνοντας πρώτη σε δύσκολη θέση την Ιταλία.

Μέσα σε λίγους μήνες, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όχι μόνο έπαψε να είναι αρνητικό (-0,50%), αλλά ήδη έφθασε το 2%, ύστερα από τέσσερις διαδοχικές αυξήσεις, η μία εκ των οποίων (τον Νοέμβριο) ήταν «τζάμπο», δηλαδή κατά 0,75%. Αντίστοιχα, το επιτόκιο χρηματοδότησης των τραπεζών εκτινάχθηκε από το μηδέν στο 2,50%.

Με βάση τις τελευταίες ανακοινώσεις από την ΕΚΤ και τις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει εκτός στόχου ακόμη και το 2025, η αγορά χρήματος στην ευρωζώνη περιμένει πρόσθετες αυξήσεις επιτοκίων που θα οδηγήσουν στο 3,5% το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 -πριν τις ανακοινώσεις του Δεκεμβρίου, η αγορά περίμενε αύξηση στο 2,75%. Όμως, οι «σκληροί» κεντρικοί τραπεζίτες του Βορρά «δείχνουν» στην κατεύθυνση ακόμη μεγαλύτερης αύξησης, στο επίπεδο του 4%, δηλαδή σε ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.

Τις τελευταίες ημέρες, η Γερμανίδα Ίζαμπελ Σνάμπελ, που είναι μέλος του πενταμελούς εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ και θεωρείται ως η επικεφαλής των «γερακιών» στη Φραγκφούρτη, αλλά και ο επίσης αυστηρός κεντρικός τραπεζίτης της Ολλανδίας, Κλας Νοτ, ζήτησαν ακόμη αυστηρότερη νομισματική πολιτική, ακόμη και αν αυτή οδηγήσει σε αντιπαράθεση με τις κυβερνήσεις των χωρών του Νότου, που θα επιβαρυνθούν με σοβαρή αύξηση του κόστους δανεισμού.

Η ΕΚΤ πρέπει να είναι έτοιμη αντιπαρέλθει τις επικρίσεις και να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια περισσότερο από όσο αναμένει η αγορά, εάν αυτό είναι απαραίτητο για τη μείωση του πληθωρισμού, δήλωσε η Ι. Σνάμπελ το Σάββατο. «Το αν θα χρειαστεί να πάμε ψηλότερα από αυτό που περιμένει η αγορά θα εξαρτηθεί από τις μελλοντικές προοπτικές του πληθωρισμού», δήλωσε στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung.

Πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ θα επικεντρωθεί στις μεσοπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, και όχι στα τρέχοντα στοιχεία και σημείωσε ότι υπάρχει μικρός κίνδυνος υπερβολικής αύξησης του κόστους δανεισμού επί του παρόντος, δεδομένου ότι τα πραγματικά επιτόκια, δηλαδή μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλά. Η Σνάμπελ τόνισε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πίεση για συγκράτηση των αυξήσεων στα επιτόκια, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μπορούμε να περιμένουμε αυξανόμενη αντίδραση και πρέπει να την αντέξουμε. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες είναι ανεξάρτητες».

Ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας υπογράμμισε, μιλώντας στους Financial Tijmes, ότι στις πέντε συνεδριάσεις του συμβουλίου έως και τον Ιούλιο του 2023, η ΕΚΤ θα επιτύχει «αρκετά αξιοπρεπή σύσφιξη» της νομισματικής πολιτικής, με διαδοχικές αυξήσεις κατά μισή μονάδα. «Ο κίνδυνος να κάνουμε πολύ λίγα εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος», τόνισε, και πρόσθεσε: «Είμαστε μόλις στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου».

Στις χώρες του Νότου επικρατεί έντονη ανησυχία για την αύξηση του κόστους δανεισμού, που αυτή τη φορά δεν εστιάζεται στη... συνήθη ύποπτη Ελλάδα, αφού η χώρα μας έχει μικρές ανάγκες χρηματοδότησης από την αγορά το 2023 (μόλις 7 δισ. ευρώ), το σύνολο του χρέους έχει σταθερά επιτόκια, ενώ το γεγονός ότι ο δανεισμός προέρχεται κατά 73% από τον επίσημο τομέα και έχει πολύ μεγάλη μέση διάρκεια, που υπολογίζεται από τον ΟΔΔΗΧ στα 20 έτη, προσφέρει προστασία από τα αυξημένα επιτόκια.

Δεν επικρατεί η ίδια ηρεμία, όμως, στη Ρώμη, όπου η νέα συμμαχική κυβέρνηση με επικεφαλής το ακροδεξιό κόμμα της πρωθυπουργού Μελόνι βρίσκεται... στα κάγκελα και επικρίνει ανοικτά την ΕΚΤ, διαπιστώνοντας ότι μέσα σε ελάχιστο χρόνο η απόδοση των 10ετών ιταλικών ομολόγων έχει εκτιναχθεί περίπου κατά 1% και πλέον ξεπερνά το 4,6%, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής του Δημοσίου.

Η εκτίναξη της απόδοσης του 10ετούς ιταλικού ομολόγου

 

Ιταλοί υπουργοί επιτέθηκαν στην ΕΚΤ αμέσως μετά την ανακοίνωση της τελευταίας αύξησης επιτοκίων, στις 15 Δεκεμβρίου, χαρακτηρίζοντας «μπερδεμένη» και «τρελή» την πολιτική της, που εκτός από την αύξηση των επιτοκίων περιλαμβάνει και τη μείωση του χαρτοφυλακίου κρατικών ομολόγων, τα οποία απέκτησε η ΕΚΤ με το μόνιμο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, κατά 15 δισ. ευρώ τον μήνα από τον Μάρτιο.

Ο εθνικιστής αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης, Ματέο Σαλβίνι χαρακτήρισε τη συμπεριφορά της ΕΚΤ «απίστευτη, μπερδεμένη και ανησυχητική», την ώρα που η Ρώμη εκδηλώνει και εμπράκτως τη δυσφορία της, μπλοκάροντας την επικύρωση των νέων κανόνων για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που αποτελεί τον κύριο μηχανισμό διάσωσης οικονομιών με προβλήματα πρόσβασης στην αγορά ομολόγων.

Ο υπουργός Εξωτερικών, Αντόνιο Ταγιάνι, επίσης αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, δήλωσε ότι οι κινήσεις της ΕΚΤ θα βλάψουν την οικονομική ανάπτυξη, με επιπτώσεις για τις αγορές και τα νοικοκυριά, ενώ ο πληθωρισμός στην Ευρώπη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πόλεμο στην Ουκρανία και όχι σε υπερβάλλουσα ζήτηση, την οποία μπορεί να συγκρατήσει η ΕΚΤ με την πολιτική της για αύξηση του κόστους δανεισμού.

Ο υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροσέτο, στενός σύμμαχος της Μελόνι και συνιδρυτής του κόμματός της, δήλωσε ότι η αύξηση των επιτοκίων «δεν έχει νόημα» και χαρακτήρισε «τρελή» την κίνηση της ΕΚΤ να αρχίσει να μειώνει το χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων της». Με αρκετές δόσεις σαρκασμού, μάλιστα, ο Κροσέτο ευχαρίστησε την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ για το «χριστουγεννιάτικο δώρο» της αύξησης επιτοκίων.