Υγεία

Από τα 8 έτη πρώιμες ενδείξεις για διαβήτη τύπου 2


Υπάρχουν πρώιμες ενδείξεις εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 (επονομαζόμενου και ως διαβήτη των ενηλίκων) δεκαετίες πριν τη διάγνωσή του, ήδη από την ηλικία των οχτώ ετών, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Diabetologia».

Η νέα μελέτη παρουσιάστηκε φέτος στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Έρευνας για το Διαβήτη (Annual Meeting of the European Association for the Study of Diabetes - EASD), η οποία ξεκίνησε τη Δευτέρα και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου στην Βαρκελώνη της Ισπανίας.

Αναλύοντας γενετικά δεδομένα που είναι γνωστό ότι αυξάνουν στην ενήλικη ζωή τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και πληροφορίες για τη λειτουργία του μεταβολισμού στην παιδική ηλικία βρέθηκε ότι τα επίπεδα λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL), γνωστής και ως καλής χοληστερόλης, σημαντικά αμινοξέα και άλλα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στο αίμα και μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνιες φλεγμονές παίζουν ρόλο στην εμφάνιση της νόσoυ. Φάνηκε ότι συγκεκριμένοι τύποι λιπιδίων HDL είναι ένα από τα πρωιμότερα χαρακτηριστικά του διαβήτη τύπου 2.

Οι ερευνητές τονίζουν τη σημασία αυτών των ευρημάτων στον αγώνα για την πρόληψη εμφάνισης της ασθένειας.

«Είναι πάρα πολύ σημαντικό το ότι εντοπίζονται στο αίμα ενδείξεις εμφάνισης διαβήτη από τόσο μικρή ηλικία, σχεδόν 50 χρόνια πριν τη συνήθη ηλικία διάγνωσης της νόσου», τονίζει η δρ. Τζοσούα Μπελ, από το τμήμα Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, και μια από τους συντάκτες της μελέτης.

Η ίδια, μάλιστα, προσθέτει ότι η συγκεκριμένη μελέτη δεν είναι κλινική μελέτη. Οι συμμετέχοντες δεν είναι και ασθενείς και οι περισσότεροι δε θα αναπτύξουν καν τη νόσο. Αυτό όμως που είναι σημαντικό, κατά την Μπελ, είναι η απόδοση ευθύνης και το πώς οι γενετικές πληροφορίες μπορεί να εξηγούν την εμφάνιση της νόσου.

Στην έρευνα έλαβαν μέρος 4.000 συμμετέχοντες. Οι μελετητές συνδύασαν γενετικές πληροφορίες με μια μέθοδο που ονομάζεται μεταβολισμική ανάλυση (metabolomics) και συνίσταται στην μελέτη πολλών μικροσκοπικών μορίων σε δείγμα αίματος προκειμένου να ταυτοποιήσουν συγκεκριμένα ‘μοτίβα’ που μπορεί να οδηγούν σε διαβήτη τύπου 2. Οι μετρήσεις έγιναν 4 φορές. Μια φορά πριν την ηλικία των 8 ετών, στα 16, τα 18 και τα 25. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν υγιείς.

Η ευαισθησία στην εμφάνιση διαβήτη φαίνεται ότι συνδέεται με μειωμένα επίπεδα ‘καλής’ χοληστερόλης και αυξημένα επίπεδα ‘κακής’ χοληστερόλης (LDL low density lipoprotein) πριν την ηλικία των οκτώ ετών, με αυξημένα φλεγμονώδη ακετύλια γλυκοπρωτεϊνης και αμινοξέα στις ηλικίες 16 και 18.

Η Μπελ εξηγεί ότι ο στόχος δεν είναι η πρόβλεψη του ποιος θα αναπτύξει διαβήτη και ποιος όχι αλλά η γνώση των πρώιμων ενδείξεων του που μπορούν να συμβάλλουν στην άμεση παρέμβαση που θα εμποδίσει την πλήρη ανάπτυξη του διαβήτη και των επιπλοκών του.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση του διαβήτη τύπου 2 μεταξύ των νέων ενηλίκων και αυτή η πρώιμη εμφάνιση του έχει πολύ χειρότερο μεταβολικό προφίλ

Από την αρχή αυτού του αιώνα τα κρούσματα διαβήτη τύπου 2 που πλήττουν νεότερες ηλικίες έχουν αυξηθεί σημαντικά, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε και αυτή στην επιστημονική επιθεώρηση «Diabetologia» και παρουσιάστηκε στο προαναφερθέν συνέδριο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στη Βαρκελώνη.

Οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Σαντζόι Κετάν Πολ, υπεύθυνο Επιδημιολογίας, Βιοστατιστικής και Ερευνών στις Υπηρεσίες Υγείας στη σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης στην Αυστραλία, διερεύνησαν τις αλλαγές που συμβαίνουν σταδιακά στους νεαρούς πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2, την πιθανή συννοσηρότητα με άλλες ιατρικές καταστάσεις, τον κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου και τον κίνδυνο θνησιμότητας από ποικίλα αίτια σε κάθε ηλικιακή ομάδα πασχόντων.

Στην έρευνα συμμετείχαν 370.854 άτομα ήδη διαγνωσμένα με διαβήτη των ενηλίκων από το 2000 και οι μετρήσεις έγιναν για τις ηλικιακές ομάδες 18-40, 41-50, 51-60, 61-70 και 71-80. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 53 έτη με το 11% να ανήκει στο ηλικιακό φάσμα 18-40 και το 16% στην ομάδα 41-50.

Μέσα σε 17 χρόνια το ποσοστό των πασχόντων ηλικιών 18-40 αυξήθηκε από 9,5 στο 12,5% και ηλικιών 41-50 από 14 στο 17,5%. Αυτό σημαίνει ότι στη σημερινή Βρετανία ένας στους οχτώ με ηλικία 18-40 πάσχει από διαβήτη, τη στιγμή που το 2000 έπασχε ο ένας στους 10.

Διαπιστώθηκε ότι οι νεότεροι πάσχοντες είχαν υψηλότερο ΔΜΣ, υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και ‘κακής χοληστερόλης’ (LDL) συγκριτικά με τους μεγαλύτερους. Παράλληλα, οι νεότεροι είχαν υψηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, το 2% έπασχε από αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (ASCVD) και το 4% έπασχε από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Συνολικά, το 23% κινδύνευε περισσότερο να εμφανίσει αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (ASCVD) παρότι δεν έπασχε ακόμα. Αντίθετα, τα ποσοστά θνησιμότητας στους πάσχοντες ηλικίας 60 - 69 και 70 – 79 μειώθηκαν κατά 20 και 30% αντίστοιχα την περίοδο 2000 – 2006.

Οι συντάκτες της έρευνας καταλήγουν ότι τα περιστατικά διαβήτη τύπου 2 στιες νεαρές ηλικίες αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 2000 – 2017. Ο κίνδυνος εμφάνισης καριδαγγειακών ασθενειών και ο κίνδυνος θνησιμότητας ελαττώθηκε για τους μεγαλύτερους πάσχοντες το ποσοστό παρέμεινε σταθερό για τους πιο νέους. Παράλληλα, το γεγονός ότι στους νεότερους η νόσος παρουσιάζει πιο επιθετικό φαινότυπο, οι στρατηγικές καταπολέμησης των προβλημάτων και βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής για αυτή την ομάδα γίνονται πιο επιτακτικές.

Διαβαστε επισης