Τράπεζες

Από μια κλωστή οι αγορές: Εμπόδια στη διάσωση της Credit Suisse


Μάχη με τον χρόνο δίνουν οι αρχές της Ελβετίας για να κλείσει η συμφωνία διάσωσης της Credit Suisse με απορρόφησή της από τη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, UBS, έχοντας να ξεπεράσουν ένα μεγάλο εμπόδιο, τις απαιτήσεις της UBS για παροχή κρατικών εγγυήσεων. Η συμφωνία πρέπει να έχει ανακοινωθεί ως το βράδυ, καθώς εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεσπάσει σοβαρή παγκόσμια αναταραχή στις αγορές, με το άνοιγμά τους τη Δευτέρα στην Ασία.

Παρότι έλαβε την περασμένη εβδομάδα στήριξη με ρευστότητα έως 54 δισ. δολ. από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, η Credit Suisse παραμένει επί ξηρού ακμής, καθώς δεν έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην τράπεζα και η «αιμορραγία» ρευστότητας δεν έχει σταματήσει, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης, που θα αποσταθεροποιούσε και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η C.S. εντάσσεται από τον διεθνές Συμβούλιο Χρηματοπιστωτής Σταθερότητας ανάμεσα στις συστημικά σημαντικές τράπεζες του πλανήτη, καθώς διαχειρίζεται κεφάλαια που ξεπερνούσαν τα 500 δισ. δολ. στο τέλος του 2022.

Ο κίνδυνος για την Credit Suisse είναι άμεσος και... θανάσιμος, καθώς η υπόθεση της κατάρρευσης της Sillicon Valley Bank απέδειξε ότι στις σημερινές συνθήκες, λόγω και τις τεχνολογικής εξέλιξης, μια τράπεζα μπορεί να χάσει σε ελάχιστο χρόνο τόσες καταθέσεις, ώστε να είναι αδύνατη η επιβίωσή της. Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του ο οίκος αξιολόγησης DBRS, η Sillicon Valley Bank, που κατέρρευσε στις ΗΠΑ, βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιο γρήγορη απόσυρση καταθέσεων (bank run) στην ιστορία, καθώς έχασε το 25% των καταθέσεων μέσα σε μία μόνο ημέρα.

Οι αρχές της Ελβετίας ασκούν ασφυκτική πίεση στη UBS, που ήταν απρόθυμη να προχωρήσει σε απορρόφηση της Credit Suisse, να προσφέρει μια «σανίδα σωτηρίας», μέσα από ένα deal για την απορρόφηση βασικών δραστηριοτήτων της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, ενώ ζητούν να παραμείνει αυτόνομη η ελβετική μονάδα της Credit Suisse, που θεωρείται ότι έχει ζωτική σημασία για την οικονομία, ενώ μια ένταξη στη UBS θα αύξανε σε ασφυκτικό βαθμό την τραπεζική συγκέντρωση στη χώρα, ουσιαστικά εξαφανίζοντας τον ανταγωνισμό στην αγορά.

Όμως, από χθες βρίσκεται σε εξέλιξη ένα θρίλερ, καθώς η UBS ζήτησε, σύμφωνα με το πρακτορεία Reuters, εγγυήσεις 6 δισ. δολ. από την ελβετική κυβέρνηση, ώστε να είναι καλυμμένη για όλες τις πιθανές ζημιές που θα μπορούσαν να προκύψουν από το κόστος εκκαθάρισης τμημάτων της Credit Suisse και για τον νομικό κίνδυνο, αφού η τράπεζα έχει εμπλακεί σε πολλές υποθέσεις που εκκρεμούν στα δικαστήρια, καθώς και σε έρευνες εποπτικών αρχών.

Ενώ οι ρυθμιστικές αρχές θέλουν μια λύση πριν ανοίξουν ξανά οι αγορές τη Δευτέρα, μια πηγή του Reuters προειδοποίησε ότι οι συνομιλίες συναντούν σημαντικά εμπόδια και 10.000 θέσεις εργασίας ενδέχεται να χρειαστεί να περικοπούν εάν οι δύο τράπεζες συγχωνευθούν. Η Ελβετία ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει έκτακτα μέτρα για να επισπεύσει τη συμφωνία, ανέφεραν οι Financial Times.

Οι συζητήσεις περιπλέκονται και εξαιτίας της στάσης του μεγαλύτερου κόμματος της Ελβετίας, του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο έχει επιφυλάξεις για τη συμμετοχή του Δημοσίου σε διασώσεις τραπεζών. Την περασμένη εβδομάδα, στη συνεδρίαση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ελβετίας, ο εκπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος είπε «όχι» στην παροχή κρατικών εγγυήσεων στην Credit Suisse, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα θέμα ρευστότητας που θα πρέπει να αντιμετωπίσει μόνη της η κεντρική τράπεζα.

Την ίδια ώρα, στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια του Λευκού Οίκου να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια στις μικρότερες, περιφερειακές τράπεζες, ώστε να μην χρειασθεί να παρέμβει το Δημόσιο με κεφάλαια των φορολογουμένων, κάτι που αποτελεί ως τώρα «κόκκινη γραμμή» για τη διοίκηση Μπάιντεν, μετά την πικρή εμπειρία από τη μεγάλη κρίση του 2008 και τις διασώσεις τραπεζών με κρατικά κεφάλαια. Ο Μπάιντεν πιέζεται και από το αίτημα της ένωσης των περιφερειακών τραπεζών να παρασχεθεί ομοσπονδιακή εγγύηση σε όλες τις καταθέσεις τους για μια διετία, κάτι που θα δημιουργούσε τεράστιες αφανείς υποχρεώσεις για την Ουάσιγκτον.

Όπως μετέδωσε το Bloomberg, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου ήλθαν σε επαφή με τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή, Γουόρεν Μπάφετ, επικεφαλής της Berkshire Hathaway και πρότειναν να προχωρήσει σε επενδύσεις σε περιφερειακές τράπεζες, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, όπως ακριβώς είχε κάνει και στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης, τοποθετώντας κεφάλαια στην Bank of America και την Goldman Sachs -από την επένδυση 5 δισ. δολ. στην Bank of America ο Μπάφετ κέρδισε τελικά 12 δισ. δολ.

Ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος», στην παρούσα φάση, για τις αμερικανικές αρχές προκαλείται από την First Republic Bank. Με προσωπική παρέμβαση της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γιέλεν, η συγκεκριμένη τράπεζα δέχθηκε καταθέσεις 30 δισ. δολ. από έντεκα μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, ώστε να αντιμετωπίσει την κρίση ρευστότητας που απειλεί τη βιωσιμότητά της. Όμως, ούτε αυτή παρέμβαση έπεισε τις αγορές ότι μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική, με αποτέλεσμα την Παρασκευή η μετοχή της να χάσει περισσότερο από 30%.

Οι εποπτικές αρχές παγκοσμίως έχουν μια δύσκολη αποστολή, στην προσπάθεια τους να αποτρέψουν μια νέα κρίση που θα θυμίζει τη μεγάλη κρίση του 2008, που οδήγησε σε βαθιά παγκόσμια ύφεση. Οι αγορές δεν φαίνεται να δίνουν πίστωση χρόνου και εκφράζονται φόβοι ότι η επόμενη εβδομάδα θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, ειδικά αν δεν «αποσυνδεθεί η βόμβα» της Credit Suisse. Ήδη, στις δύο εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Sillicon Valley Bank, ο τραπεζικός δείκτης του αμερικανικού S&P 500 χάνει περισσότερο από 22%, εγγράφοντας τις πιο βαριές απώλειες στη διάρκεια δύο εβδομάδων από το 2008. Την προηγούμενη εβδομάδα, η κρίση της Credit Suisse οδήγησε 11,5% χαμηλότερα τον τραπεζικό δείκτη του ευρωπαϊκού Stoxx 600.