Τράπεζες

Αναβάθμισε τις τράπεζες ο οίκος S&P, θετικές προβλέψεις για κέρδη - ρευστότητα


Στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης ελληνικών τραπεζών προχώρησε ο οίκος Standard & Poors Global Ratings, στον απόηχο της βελτίωσης της προοπτικής (outlook) του ελληνικού χρέους, την περασμένη Παρασκευή. Σε κοινή έκθεση για τις ελληνικές και κυπριακές τράπεζες, ο οίκος υπογραμμίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν διανύσει μια μεγάλη πορεία εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους και έχουν προοπτικές για ισχυρή κερδοφορία.

Η S&P είχε εκφρασθεί ήδη με θετικά σχόλια για τις τράπεζες, κατά την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Σημείωνε, την Παρασκευή, ότι τα οικονομικά τους αποτελέσματα για το 2022 δείχνουν σημαντική βελτίωση μετά από μια δεκαετία ζητημάτων ποιότητας ενεργητικού. Επίσης, τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια μειώθηκαν στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022 από το ανώτατο επίπεδο του 49,2% τον Ιούνιο του 2017, με βελτίωση 32% μόνο τα τελευταία τρία χρόνια.

Ο οίκος επισήμαινε ότι ύστερα από χρόνια πιστωτικής συρρίκνωσης, οι τράπεζες κατάφεραν το 2022 να περάσουν σε επέκταση των πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αντανακλά την πρόοδο των ισολογισμών που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, με αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας στήριξης της οικονομίας.

Με τη σημερινή του έκθεση, ο οίκος αναβαθμίζει σε ΒΒ- από Β+ τη μακροχρόνια αξιολόγηση της Alpha Bank με σταθερό outlook. Για τη Eurobank η αξιολόγηση ανεβαίνει στο ΒΒ- από Β+ με θετικές προοπτικές. Για την Εθνική Τράπεζα η αξιολόγηση επίσης ανεβαίνει στο ΒΒ- από Β+ με θετικές προοπτικές και για την Τρ. Πειραιώς τοποθετείται στο Β+ από Β, επίσης με θετικές προοπτικές.

Μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, τονίζει η S&P, τόσο το ελληνικό όσο και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα έχουν φθάσει σε ένα σημείο καμπής στην πορεία τους προς την ομαλοποίηση. Μετά από χρόνια σημαντικών πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, τιτλοποιήσεων, διαγραφών και ανακτήσεων, όλες οι συστημικές τράπεζες σε Ελλάδα και Κύπρο ήταν σε θέση να επιτύχουν δείκτη ΜΕΔ κάτω από 10%. Επιπλέον, οι τράπεζες έδειξαν επιφυλακτικότητά τα τελευταία χρόνια στα νέα δάνεια και αυτό σημαίνει ότι η ενδεχόμενη επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους στο μέλλον θα είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων.

Μετά από μια μικρή άνοδο το 2023 λόγω του ασταθούς περιβάλλοντος, ο οίκος εκτιμά ότι το κόστος του κινδύνου, δηλαδή οι προβλέψεις που σχηματίζουν οι τράπεζες για προβληματικά δάνεια ως ποσοστό του συνόλου των δανείων, θα μειωθεί από τα τρέχοντα επίπεδα. Πάντως, το κόστος κινδύνου είναι πιθανό να παραμείνει πιο αυξημένο από ό,τι για τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς και τα δύο τραπεζικά συστήματα εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την ευπάθειά τους σε περίπτωση ύφεσης. Μεταξύ άλλων, έχουν σημαντική συγκέντρωση δανεισμού σε ασταθείς τομείς, όπως οι κατασκευές και τα ακίνητα (13% στην Κύπρο, 10% στην Ελλάδα) και ο τουρισμός (10% στην Κύπρο, 14% στην Ελλάδα).

Ο οίκος επισημαίνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβεί σε σημαντικές αναδιαρθρώσεις κόστους για τον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων τους, ενώ κατάφεραν με επιτυχία να αναδιαρθρώσουν τις δραστηριότητές τους μέσω μέτρων εξοικονόμησης κόστους και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα ο δείκτης κόστους προς έσοδα των τραπεζών να μειωθεί κοντά ή κάτω από το 40%. Το γεγονός αυτό τις κατατάσσει μεταξύ των καλύτερων επιδόσεων αποδοτικότητας στην Ευρώπη.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα διευκολύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη των κερδών στα τραπεζικά συστήματα και των δύο χωρών. Η αύξηση των επιτοκίων ενίσχυσε την κερδοφορία των τραπεζών το 2022 και θα συνεχίσει να ενισχύει τα κέρδη το 2023. Η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί μετά από χρόνια ζημιών. Αναμένεται περαιτέρω ενισχυμένη κερδοφορία, υποστηριζόμενη από τις χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια και από τα πρόσθετα οφέλη από την ανατιμολόγηση των δανείων με υψηλότερα επιτόκια, καθώς και από τη συνεχή εστίαση στον έλεγχο των λειτουργικών δαπανών.

Τα χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών εκτιμάται ότι θα διευρυνθούν κατά 3% - 4% το 2023 - 2024 στην Ελλάδα και κατά 2% στην Κύπρο, κυρίως χάρη στην ώθηση από την αναμενόμενη αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό συμβαίνει μετά από χρόνια αρνητικής μεταβολής των δανείων, η οποία οφείλεται στις μεγάλες πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Οι τράπεζες διαθέτουν επαρκείς καταθέσεις σε σχέση με τα δάνεια που έχουν χορηγήσει. Η σχέση καταθέσεων - δανείων βελτιώθηκε σε 65% - 70% στο τέλος του 2022 από το ανώτατο επίπεδο του 174% το 2015 για την Ελλάδα και του 185% το 2013 για την Κύπρο. Κατά τη διάρκεια του 2022, οι καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 4,5% στην Ελλάδα και κατά 3,5% στην Κύπρο. Ο τιμολογιακός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση ή τη διατήρηση των καταθέσεων αναμένεται να είναι μέτριος και να οδηγήσει σε διαχειρίσιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.

Παρόλα αυτά, τονίζει η S&P, αβεβαιότητες περιβάλλουν τη μετακύλιση των αυξήσεων στα ευρωπαϊκά επιτόκια και τα ποσά των καταθέσεων ταμιευτηρίου που θα μεταφερθούν σε προθεσμιακές καταθέσεις, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών. Η S&P τονίζει, εξάλλου, ότι οι ανησυχίες για τη ρευστότητα των τραπεζών μετά την επιστροφή ρευστότητας που είχαν λάβει από την ΕΚΤ μέσω των TLTRO έχουν αμβλυνθεί, καθώς ήδη έχουν επιστραφεί σημαντικά ποσά χωρίς να επηρεασθούν σοβαρά οι δείκτες ρευστότητας.