Αγορές

Περιζήτητοι οι traders ενέργειας, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη εκτοξεύει το κόστος ρεύματος


Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης μετατρέπεται σε έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες πίεσης για την αμερικανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αναγκάζοντας τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες να στραφούν σε ένα πεδίο που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξειδικευμένο: το trading ενέργειας.

Η ζήτηση ηλεκτρισμού στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί την επόμενη δεκαετία με ρυθμό έως και πέντε ή δέκα φορές ταχύτερο σε σχέση με την προηγούμενη, κυρίως λόγω των data centers και των υποδομών που απαιτεί η ανάπτυξη εφαρμογών AI. Η εξέλιξη αυτή καθιστά το ρεύμα όχι μόνο ακριβότερο, αλλά και δυσκολότερο να εξασφαλιστεί σε σταθερούς όρους.

Μπροστά στον κίνδυνο ελλείψεων και έντονων διακυμάνσεων στις τιμές, μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις σπεύδουν να ενισχύσουν τις εσωτερικές τους δυνατότητες διαχείρισης κινδύνου, προσλαμβάνοντας εξειδικευμένους traders που θα μπορούν να αγοράζουν, να πωλούν και να «εξισορροπούν» φορτία ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά χονδρικής.

Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται οι τεχνολογικοί κολοσσοί. Meta, Microsoft και Apple έχουν λάβει άδειες από την Ομοσπονδιακή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας των ΗΠΑ (FERC) ώστε να μπορούν να διαπραγματεύονται συμβόλαια ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρική αγορά, προκειμένου να καλύψουν τις τεράστιες ενεργειακές τους ανάγκες με μεγαλύτερη ευελιξία.

Ωστόσο, το φαινόμενο δεν περιορίζεται πλέον στους τεχνολογικούς κολοσσούς. Στα τέλη Νοεμβρίου, η Walt Disney δημοσίευσε αγγελία για πρόσληψη trader ενέργειας, ο οποίος θα αναλάβει την αγορά και τον προγραμματισμό ηλεκτρικής ισχύος για τις δραστηριότητές της.

Η κίνηση αντανακλά μια ευρύτερη τάση: εταιρείες που είτε καταναλώνουν είτε παράγουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας εκτίθενται πλέον άμεσα στη μεταβλητότητα της αγοράς και αναζητούν τρόπους περιορισμού του ρίσκου.

Τα περιθώρια ευελιξίας στις συμβάσεις με τις εταιρείες κοινής ωφέλειας έχουν μειωθεί αισθητά. Όσο η ζήτηση αυξάνεται, οι πάροχοι «κλειδώνουν» όλο και περισσότερο τους όρους, απαιτώντας από τις επιχειρήσεις να δεσμεύονται για συγκεκριμένες ποσότητες ρεύματος, ανεξάρτητα από το αν τελικά τις καταναλώσουν πλήρως. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που σχεδιάζει ένα data center και εκτιμά ότι θα χρειαστεί 2 γιγαβάτ ισχύος, μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει προκαταβολικά για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ποσότητας, ακόμη κι αν στην πράξη καταναλώσει λιγότερο.

Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο ρόλος του trader: αντί η επιχείρηση να απορροφήσει το κόστος για αχρησιμοποίητη ενέργεια, μπορεί να την πουλήσει στην ανοιχτή αγορά, περιορίζοντας τη ζημιά ή ακόμη και αντισταθμίζοντας πλήρως το κόστος.

Οι πιέσεις στις τιμές είναι ήδη εμφανείς. Τον Σεπτέμβριο, η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ ήταν αυξημένη κατά 7% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (EIA). Την ίδια ώρα, η τιμή του φυσικού αερίου – βασικού συντελεστή στο κόστος παραγωγής ρεύματος – έχει αυξηθεί πάνω από 60% σε σχέση με πέρυσι.

Σε αυτό το περιβάλλον, εταιρείες με υψηλή ενεργειακή κατανάλωση έχουν ισχυρό κίνητρο να συνάπτουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια που «κλειδώνουν» σταθερές τιμές, ανεξάρτητες από τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της αγοράς. Η πρακτική θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο μεγάλες αλυσίδες, όπως η Starbucks, χρησιμοποιούν προθεσμιακά συμβόλαια για να σταθεροποιούν το κόστος βασικών πρώτων υλών.

Παράλληλα, οι traders μπορούν να βελτιστοποιούν την καθημερινή κατανάλωση, αγοράζοντας ή πουλώντας μικρές ποσότητες ενέργειας ανάλογα με τις ανάγκες. Στην περίπτωση της Disney, ο ρόλος περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμες προβλέψεις φορτίου, αγορές ρεύματος σε ωριαία και ημερήσια βάση, καθώς και τη διαχείριση μακροχρόνιων συμβολαίων προμήθειας.

Για ορισμένους τεχνολογικούς ομίλους, η δραστηριότητα αυτή δεν είναι εντελώς νέα. Η Apple και η Microsoft έχουν λάβει αντίστοιχες άδειες εδώ και χρόνια, ενώ η Meta είναι ο πιο πρόσφατος «παίκτης» που μπαίνει δυναμικά στο πεδίο. Άλλες εταιρείες, όπως η Google και η Oracle, ενισχύουν επίσης τις ομάδες τους με ρόλους που σχετίζονται με την ανάπτυξη αγορών ενέργειας και τη διαχείριση ενεργειακού κινδύνου, ενώ εταιρείες κατασκευής data centers αναζητούν στελέχη για τη σύναψη νέων συμφωνιών προμήθειας.

Η προσέγγιση αυτή ενέχει και ρίσκο. Αν μια εταιρεία «κλειδώσει» υψηλή τιμή και η αγορά κινηθεί πτωτικά, μπορεί να βρεθεί να πληρώνει ακριβότερα από τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, για πολλές επιχειρήσεις, ο μεγαλύτερος έλεγχος που προσφέρει το trading θεωρείται προτιμότερος από την πλήρη έκθεση στις διακυμάνσεις της αγοράς.

Καθώς η ενεργειακή ζήτηση της εποχής της τεχνητής νοημοσύνης συνεχίζει να αυξάνεται, όλο και περισσότερες εταιρείες στην Αμερική φαίνεται να ποντάρουν ότι η είσοδος στον κόσμο του trading ενέργειας είναι ένα ρίσκο που αξίζει να αναληφθεί.

Διαβαστε επισης