ΕΥΖην

Άγγελος Φραντζής για το «Ακίνητο Ποτάμι»: Από τους -30C και τη σύλληψη στη Ρωσία, μέχρι την HBO και το Netflix


Το «Ακίνητο Ποτάμι» είναι η νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή, η οποία εντάχθηκε πρόσφατα στο playlist του HBO Europe, ενός από τα μεγαλύτερα συνδρομητικά τηλεοπτικά δίκτυα του κόσμου. Η ταινία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη από τη Danaos Films, λίγους μήνες μετά τη βράβευσή της από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών στο 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Γυρισμένη εξολοκλήρου στη Ρωσία και τη Λετονία, η διεθνής αυτή συμπαραγωγή είναι ένα ατμοσφαιρικό δράμα μυστηρίου με διεθνές καστ και πρωταγωνιστές την Κάτια Γκουλιώνη και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου (βραβευμένοι και οι δυο με τα Βραβεία Α' Γυναικείου και Α' Ανδρικού Ρόλου αντίστοιχα στα περσινά ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου).

Με φόντο τα σχεδόν αποκαλυπτικά παγωμένα τοπία της Σιβηρίας, το «Ακίνητο Ποτάμι είναι μια ταινία για την αγάπη, την εμπιστοσύνη και την πίστη που αγωνίζονται αέναα απέναντι στην αμφιβολία.

Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από ένα ζευγάρι, την Άννα και τον Πέτρο, που μετακόμισε πρόσφατα από την Ελλάδα στη Σιβηρία λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Πέτρου. Ενώ για μήνες δεν έχουν ολοκληρωμένες σχέσεις, η Άννα ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος. Ο μέχρι πρότινος αδιάρρηκτος δεσμός τους κλονίζεται. Αναζητώντας μια εξήγηση, οι δυο τους στρέφονται προς αντίθετες κατευθύνσεις και η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στην πίστη και τη λογική.

Ο Άγγελος Φραντζής μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την εμπειρία του να κάνεις γυρίσματα στους -30 C, για το πώς από το ρεπεράζ μπορεί να βρεθείς σε μία ρώσικη φυλακή, για τον κοινό άξονα που συνδέει τη φιλμογραφία του, αλλά και για τον εναλλακτικό τρόπο διανομής κινηματογραφικών ταινιών, μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών όπως το Netflix.

Το «Ακίνητο Ποτάμι» ξεκίνησε σαν ιδέα πριν από 8 χρόνια. Τι μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα;

Μεγάλη προετοιμασία, πολλή δουλειά, γυρίσματα, μοντάζ, που όλα αυτά στη συγκεκριμένη ταινία πήραν πολύ περισσότερο χρόνο από το αναμενόμενο. Αυτό συνέβη γιατί ήταν μία ιδιαίτερα απαιτητική παραγωγή για να στηθεί, με δύσκολα γυρίσματα που λόγω καιρικών συνθηκών διήρκησαν δύο χρόνια, συν του ότι κράτησε πολύ και όλο το post production.

Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, αποφάσισα στο ενδιάμεσο να κάνω «Το Σύμπτωμα», μια ταινία πολύ πιο φτηνή, πιο γρήγορη, δύσκολη βέβαια και αυτή από πλευράς παραγωγής αλλά σίγουρα πιο εύκολο να χρηματοδοτηθεί.

Στο «Ακίνητο Ποτάμι» πέρα από τον τίτλο, που στην αρχή ήταν  «Virus», άλλαξαν κάποια στοιχεία δραματουργικά, αλλά να πω την αλήθεια, όχι πολλά. Συνήθως μου συμβαίνει το αντίθετο. Στις ταινίες μου αλλάζω τα πάντα εκατό φορές, δηλαδή αυτό που έχει γραφτεί μπορεί να γίνει κάτι τελείως άλλο. Ωστόσο εδώ ήθελα να κάνω μία πιο κλασική δραματουργία, να έχω ως βάση την κλασική αφήγηση εμποτισμένη από τη δική μου ματιά και το δικό μου το σύμπαν, γι' αυτό και θέλησα να μείνω πιστός στο σενάριο που γράψαμε με τον Σπύρο Κρίμπαλη.

Τι ήταν αυτό που σας κινητοποίησε να αφηγηθείτε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Επειδή αυτή είναι μία ερώτηση που έρχεται συχνά, έχει ενδιαφέρον γιατί η ίδια η ερώτηση είναι παρόμοια με την αναζήτηση των ηρώων της ταινίας. Η ανάγκη να καταλάβουμε πώς γεννήθηκε κάτι, είναι παρόμοια με την ανάγκη των δύο ηρώων να εξηγήσουν αυτό το μυστηριώδες και αναπάντεχο γεγονός που τους συμβαίνει.

Ουσιαστικά και οι δύο αναζητούν ένα σύστημα, είτε αλήθειας είτε πίστης, για να κατανοήσουν κάτι που τους υπερβαίνει. Αλλά όλο αυτό στην πραγματικότητα δεν έχει απάντηση.

Την περίοδο που διαμορφωνόταν σαν ιδέα μέσα μου η ταινία, βρισκόμουν στην αρχή μιας μεγάλης σχέσης, οπότε η αρχή της συνύπαρξης δυο ανθρώπων που είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, κουβάλαγε μία σειρά από προβληματικές. Επίσης το συναίσθημα δέους που είχαμε στην αρχή της κρίσης στην Ελλάδα, που δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν, η αίσθηση του ανεξήγητου γεγονότος ήταν και αυτό μία βάση. Αλλά όλα αυτά είναι αποσπασματικά και δεν είναι όλη η πραγματικότητα. Είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις στην πηγή μιας ιδέας. Από πού έρχονται οι ιδέες; Κανείς δεν ξέρει. Πηγάζουν από κάτι πολύ πιο υποσυνείδητο. Ειδικά όταν είναι τόσο γερές που σε κινητοποιούν να κάνεις κάτι τόσο μεγάλο, όσο είναι μία ταινία. Νομίζω ότι η απάντηση είναι σύνθετη και ποτέ δεν φτάνεις στην αλήθεια της, όση ψυχανάλυση και να κάνεις. Είναι σαν να ρωτάς το νόημα της ύπαρξης με έναν τρόπο. Λέμε συχνά ότι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Αναζητούμε την ασφάλεια του ότι όλα έχουν ένα σκοπό και ένα νόημα. Δεν έχουν απαραίτητα όμως. Αλλά εμείς το χρειαζόμαστε.

Γιατί επιλέξατε τα γυρίσματα να γίνουν στη Ρωσία και τη Λετονία;

Η απόφαση του να γυρίσουμε την ταινία στην Σιβηρία υπήρχε ήδη από το σενάριο. Έψαχνα ένα μέρος το οποίο να μοιάζει σαν να βρίσκονται αυτοί οι δύο ήρωες πεταμένοι στην άκρη του κόσμου. Ένα περιβάλλον ξένο και ανοίκειο. Ταυτόχρονα η Ρωσία είναι μία χώρα γεμάτη αντιφάσεις και έμενα πάντα με γοήτευε η ρώσικη κουλτούρα και ψυχή. Οι πόλεις στις οποίες γυρίστηκε η ταινία, χτίστηκαν επί Στάλιν για να υπηρετήσουν την βιομηχανία της εποχής και σου προκαλούν αυτό το συναίσθημα δέους. Η αρχιτεκτονική τους σε κάνει να νιώθεις πάρα πολύ μικρός απέναντι σε κάτι πολύ μεγάλο.

Το λευκό τοπίο και το χιόνι ήταν επίσης ένας κρίσιμος παράγοντας για την ταινία. Το λευκό του χιονιού μοιάζει με λευκό καμβά. Με μια άδεια επιφάνεια που καλείσαι να την γεμίσεις ή να την ερμηνεύσεις. Και ταυτόχρονα έχει διάφορες αναγνώσεις και παραπομπές στην αγνότητα, στην παρθενία, σε όλο αυτό το ανεξήγητο γεγονός, την πιθανότητα δηλαδή μιας άμωμου σύλληψης με την οποία παίζει η ταινία.

Πώς ήταν η εμπειρία σας εκεί;

Σταθήκαμε ιδιαίτερα τυχεροί γιατί πέσαμε σε πολύ καλά χέρια. Η εταιρεία παραγωγής που μας ανέλαβε στη Λετονία είχε μία καλή τεχνογνωσία και μας βοήθησε πολύ. Αντίθετα στη Ρωσία ήμασταν πολύ πιο guerilla. Κάναμε πράγματα τα οποία ήταν στα όρια. Και εκεί δεν παίζεις με αυτά τα πράγματα.

Κατά τη διάρκεια του ρεπεράζ βγάζαμε φωτογραφίες γύρω από ένα εργοστάσιο, για το οποίο θεωρητικά είχαμε μία άδεια αλλά παράλληλα δεν την είχαμε κιόλας, με αποτέλεσμα να μας συλλάβουν και να βρεθούμε στη φυλακή με τον Έλληνα παραγωγό μου, τον Κωνσταντίνο Κοντοβράκη και τον βοηθό σκηνοθέτη Δημήτρη Αποστόλου. Το εργοστάσιο αυτό κατασκεύαζε εξοπλισμό του στρατού και η ύπαρξή του ήταν απολύτως απόρρητη. Μας βάλανε μέσα, ήρθε η FSB, που είναι η πρώην KGB, και μετά από πολλές ανακρίσεις σωθήκαμε στο τσακ. Αλλά κινδυνέψαμε με απέλαση, που σήμαινε ότι για δυο χρόνια δεν θα μπορούσαμε να ξαναπάμε στη Ρωσία, και αυτό θα ήταν το τέλος της ταινίας.

Οι αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν σας δυσκόλεψαν;

Τα γυρίσματα ήταν ιδιαίτερα απαιτητικά, με την έννοια ότι μιλάμε για συνθήκες απίστευτου κρύου, πολλές φορές στους -30 βαθμούς Κελσίου και σίγουρα δυσκόλεψαν τους ηθοποιούς. Αλλά ταυτόχρονα με όλη αυτή τη δυσκολία, υπήρχε και μία παράξενη ενέργεια που προκύπτει από αυτή την πίεση, που είναι σαν να ζεις μια εμπειρία έξω από το κανονικό, έξω από το πραγματικό.

Η ταινία έχει ενταχθεί στο playlist του HBO. Θεωρείτε ότι αυτός ο εναλλακτικός τρόπος διανομής ενισχύει την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών;

Το σινεμά είναι μία τέχνη συνυφασμένη με την ύπαρξη της τεχνολογίας, είτε σε επίπεδο παραγωγής είτε σε επίπεδο διανομής. Μια ζωή υπάρχει ο φόβος ότι έρχεται ο θάνατος του σινεμά και όλες οι αλλαγές που συμβαίνουν στον χώρο αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό. Η αντίδραση απέναντι στο Netflix μου φαίνεται λίγο πολύ ίδια με τον φόβο απέναντι στον ήχο, το χρώμα και το ψηφιακό βίντεο, όταν μπήκαν στο σινεμά.

Κάθε φαινόμενο στη ζωή έχει μία αντίφαση. Μπορεί ο κόσμος να κλείνεται περισσότερο στο σπίτι του και να πηγαίνει λιγότερο στις αίθουσες, ωστόσο πιστεύω ότι οι πλατφόρμες αυτές μπορεί να δώσουν διαφορετικού είδους αναγνώσεις στο ίδιο το σινεμά και να το επηρεάσουν και με θετικό τρόπο. Επίσης αποτελούν μία νέα πηγή χρηματοδότησης παγκοσμίως.

Είναι πολύ ενδιαφέρον και αστείο ταυτόχρονα ότι το «Ρόμα» του Κουαρόν που το Netflix φέρει ως τη ναυαρχίδα του και έχει κάνει αυτή την κολοσσιαία προώθηση, είναι μία ταινία φτιαγμένη με απολύτως κινηματογραφικούς ρυθμούς και όρους για να παιχτεί στη μεγάλη αίθουσα. Και νομίζω ότι και ο λόγος που ο Κουαρόν είχε την ελευθερία να κάνει μία τόσο αυστηρά προσωπική και καλλιτεχνική ταινία με τους όρους παραγωγής ενός μπλοκμπάστερ, ήταν γιατί υπήρχε το Netflix.

Στο «Ακίνητο Ποτάμι» συγκρούεται η πίστη με την λογική, η θρησκεία με την επιστήμη. Εσείς πώς τοποθετείστε απέναντι σε αυτές τις έννοιες;

 Όλα αυτά τα δίπολα είναι κατά τη γνώμη μου ψευδή, βρίσκονται εκεί για να μας κάνουν να συγκρουόμαστε και όχι να ενωνόμαστε. Και ο στόχος για μένα είναι η ένωση και όχι η σύγκρουση. Βέβαια πολλές φορές η σύγκρουση είναι αναγκαία για να υπάρξει η ένωση.

Πριν από λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες μιας ακόμα θρησκευτικής τρομοκρατικής επίθεσης, αυτή τη φορά στη Ν. Ζηλανδία. Από τη μία έχουμε έναν θρησκευτικό φονταμενταλισμό και από την άλλη ένα τεράστιο ρεύμα νεοορθολογικής βαρβαρότητας, με την έννοια της επιβολής μιας λογικής της αγοράς πάνω στην ανθρώπινη φύση. 

Τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας έχουν γίνει στο όνομα μιας πίστης, ή ακόμα χειρότερα στο όνομα μιας λογικής. Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και σε μία σχέση, σε μία μικροκλίμακα. Γι' αυτό και η ταινία χρησιμοποιεί τη σχέση ενός ζευγαριού σαν αφετηρία για να μιλήσει για όλα αυτά. Γιατί με τον ίδιο τρόπο, δύο υποκειμενικότητες μπορούν να φτάσουν σε άκρα τα οποία εντέλει αναιρούν και τα ίδια τους τα «πιστεύω».

Όλες οι ταινίες σας, εκτός ίσως από το  «Polaroid», μοιάζουν να κινούνται πάνω στο δίπολο του μεταφυσικού με το ρεαλισμό

Αν εξαιρέσεις το «Polaroid», όλες οι υπόλοιπες ταινίες μου όντως παίζουν με τα όρια του πραγματικού σε κάθε περίπτωση. Η περιοχή του υποσυνείδητου είναι κάτι που με ιντρίγκαρε πάντα. Η δεξαμενή αυτή που γεννάει τα όνειρα ή τις περιοχές που μας βγάζουν από την ασφάλειά μας και μας τοποθετούν σε μία περιοχή που δεν μπορείς εύκολα να την προσδιορίσεις, είναι κάτι το οποίο μ' ενδιαφέρει πολύ γιατί αυτές οι περιοχές ακριβώς σου διευρύνουν και το πεδίο της συνείδησης.

Και για μένα το να κάνεις σινεμά, είναι αυτό: να μπορείς διαμέσου κάθε καινούριας ταινίας να διευρύνεις τη συνείδησή σου, είτε σε ένα επίπεδο κατανόησης είτε σ ένα επίπεδο αίσθησης του κόσμου. Γι' αυτό κάθε ταινία είναι μία νέα έρευνα για μένα και μία νέα ματιά πάνω σε μένα.

Ο κοινός άξονας που συνδέει τις ταινίες μου είναι ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το βλέμμα μου πάνω στην πραγματικότητα.

Διαβαστε επισης