Ολα τα κόμματα συμφωνούν – και η κυβέρνηση επικροτεί: Πρέπει να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση των υποκλοπών, να υπάρξει κάθαρση και να ληφθούν στη συνέχεια αποφάσεις με διακομματική συναίνεση για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΠ.
Την Τετάρτη αρχίζουν οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τη διρεύνηση του σκανδάλου, που αφορά τους θεσμούς και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το βασικό ζητούμενο είναι ένα: Να αποκαλυφθεί ποιοί και με ποιά αιτιολογία ζήτησαν την παρακολούθηση του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, και ποιοί την ενέκριναν. Αν δεν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, ό,τι κι αν βγεί από την Εξεταστική θα είναι άνευ ουσίας και κάθαρση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Εχοντας πικρή πείρα από τις Εξεταστικές Επιτροπές που είχαν συσταθεί στο παρελθόν για άλλα θέματα, όλοι “κρατούν μικρό καλάθι”. Η αντιπολίτευση εξαπολύει μύδρους κατά της κυβέρνησης στοχοποιώντας τον πρωθυπουργό, αλλά δεν περιμένει πολλά. Ξέρει ότι όσα γνωρίζουν στο Μαξίμου για την υπόθεση, δεν πρόκειται να κοινοποιηθούν και να γίνουν γνωστά τοις πάσι.
Η κυβέρνηση και οι άμεσα εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο έχουν δείξει τις προθέσεις τους, επικαλούμενοι το απόρρητο για να μην απαντήσουν στα ερωτήματα και να μην αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία.
Τα στοιχεία και οι φάκελοι της ΕΥΠ “δεν μπορεί να γίνουν φέιγ-βολάν”, είπε ο πρωθυπουργός.
Ως προς αυτό έχει δίκιο. Ομως εδώ πρόκειται για ένα μείζον πολιτικό θέμα, που αγγίζει πτυχές λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η παρακολούθηση των συνομιλιών του προέδρου ενός μεγάλου κόμματος δεν είναι μιά απλή, συνήθης δουλειά υπηρεσιών ασφαλείας που ερευνούν εγκληματικές υποθέσεις ή προσπαθούν να αντιμετωπίσουν απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας της χώρας.
Το είπε χωρίς περιστροφές ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής: « Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης τοῦ δημόσιου βίου». Δηλαδή, «το απόρρητο πρέπει να υποταχθεί στό δημόσιο συμφέρον».