Σε «αναιμική» κερδοφορία, που σε μεγάλο βαθμό ήταν αποτέλεσμα μη επαναλαμβανόμενων κερδών, δηλαδή κυρίως των κερδών της Εθνικής από ομόλογα, πέρασαν οι ελληνικές τράπεζες το 2019, αλλά η κρίση του κορονοϊού προκάλεσε σοβαρή οπισθοδρόμηση, σχεδόν εξαφανίζοντας τα κέρδη τους το α’ τρίμηνο και προκαλώντας σημαντική μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα από το κεφάλαιο που αφιερώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής για τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα, όπου, εκτός των άλλων, τονίζει ότι είναι επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί μια «κακή» τράπεζα για να απορροφηθούν γρήγορα τα προβληματικά δάνεια και να μπορέσουν οι τράπεζες να ενισχύσουν την οικονομία με νέα δάνεια.
Μετά τις καθαρές ζημιές, ύψους 85 εκατ. ευρώ, που είχαν εμφανίσει το 2018 οι τράπεζες, το 2019 κατάφεραν να εμφανίσουν μικρή κερδοφορία, ύψους 203 εκατ. ευρώ, «στηριζόμενη σε σημαντικό βαθμό σε μη επαναλαμβανόμενα κέρδη», όπως σημειώνει η ΤτΕ, αλλά ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2020 οι έκτακτες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία υποχρέωσαν τις τράπεζες να διπλασιάσουν τις προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αποτέλεσμα τα κέρδη του α’ τριμήνου να είναι μειωμένα κατά 87%.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η ΤτΕ, τα κέρδη προ φόρων του α’ τριμήνου 2020 εμφάνισαν μείωση κατά 87% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 και διαμορφώθηκαν σε 18 εκατ. ευρώ. Τα λειτουργικά κέρδη αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 34%, κυρίως λόγω των μη επαναλαμβανόμενων εσόδων μίας συστημικής τράπεζας (σ.σ.: αναφέρεται στην Εθνική). Εξαιρουμένων των εσόδων αυτών, τα λειτουργικά κέρδη των τραπεζών θα εμφάνιζαν μείωση της τάξεως του 7%. Η κερδοφορία του α’ τριμήνου του 2020 επηρεάστηκε επίσης και από την αύξηση (διπλασιασμό) των προβλέψεων έναντι δανείων, ενσωματώνοντας τις τρέχουσες εκτιμήσεις τους —στο πλαίσιο του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ 9)—για τις αναθεωρημένες μακροοικονομικές προοπτικές μετά την πανδημία.
Σε ό,τι αφορά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι ήταν ελαφρώς μειωμένοι, σε σύγκριση με το τέλος του 2019, παραμένοντας ωστόσο υψηλότεροι από τα εποπτικά ελάχιστα. Ο βασικός δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 14,5%, και ο συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 16,1%. Όμως, εάν εφαρμόζονταν πλήρως τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 θα διαμορφωνόταν πολύ χαμηλότερα, σε 12,1% και ο ΔΚΕ σε 13,8%.
«Κατά τη διάρκεια του 2020 οι τράπεζες αναμένεται να δεχθούν πιέσεις σε όλα τα μεγέθη», υπογραμμίζει η ΤτΕ. «Το μέγεθος της επίπτωσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια», προσθέτει, υπενθυμίζοντας ότι έχουν ήδη ληφθεί μέτρα από τις εποπτικές για ευελιξία στα θέματα της κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ την κερδοφορία των τραπεζών θα ενισχύσει η αυξημένη συμμετοχή στα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ με πολύ χαμηλά (αρνητικά) επιτόκια.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, πάντως, αμφισβητεί ότι οι τράπεζες μπορούν να μειώσουν όσο χρειάζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ακόμη και με το σχέδιο «Ηρακλής» και επαναφέρει την πρότασή της για bad bank. Όπως σημειώνει:
- «Εν όψει των ανωτέρω και της γενικότερης αβεβαιότητας που δημιουργεί η πανδημία, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν σύντομα λύσεις για την αντιμετώπιση όχι μόνο του υψηλού υφιστάμενου υπολοίπου ΜΕΔ, αλλά και της καταγραφής και νέων ΜΕΔ. Δεδομένου ότι η εποπτική ευελιξία που έχει δοθεί από τις εποπτικές αρχές, αλλά και τα μέτρα της Πολιτείας για τη στήριξη των δανειοληπτών είναι προσωρινού χαρακτήρα, επιβάλλεται κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου και πριν την άρση της ευελιξίας να έχουν υλοποιηθεί συστημικές λύσεις που θα δρουν συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής".
- Μια τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company) η οποία θα αναλάμβανε τη διάθεση ενός ικανού ποσοστού ΜΕΔ. Ιδιαίτερα επιθυμητό θα ήταν να συνοδευθεί η δημιουργία ενός τέτοιου σχήματος με την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
- Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται ένα τέτοιο σχήμα. Μία γρήγορη λύση στο πρόβλημα των ΜΕΔ θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τα μέτρα ρευστότητας της ΕΚΤ και του Δημοσίου στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας».