Με σχεδόν τριπλάσιες ζημιές από το 2020 έκλεισαν τη χρήση του 2021 οι ελληνικές συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Πειραιώς), καθώς υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τις τιτλοποιήσεις για την εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παρά την αισιοδοξία των διοικήσεων για επάνοδο στα κέρδη το 2022, ο δρόμος προς την κερδοφορία θα είναι ανηφορικός για τις τράπεζες, ενώ πρόσθετους κινδύνους δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι μακροοικονομικές του επιπτώσεις.
Όπως σημειώνει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες ανακοίνωσαν συνολικές καθαρές ζημίες ύψους 4,7 δισ. ευρώ για το 2021, έναντι ζημιών ύψους 1,7 δισ. ευρώ το 2020, και έναντι καθαρών περίπου 0,2 δισ. ευρώ το 2019.
Τα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών
Οι επιδόσεις των τραπεζών επηρεάσθηκαν κυρίως από τη μείωση των εσόδων και την εγγραφή προβλέψεων για ζημιές από δάνεια, εξαιτίας της γρήγορης εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων και της αναμενόμενης επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού λόγω της πανδημίας. Τα αποτελέσματα επηρεάσθηκαν, επίσης, από τα κόστη αναδιάρθρωσης και τις απομειώσεις υπεραξίας.
Σε ό,τι αφορά τα έσοδα, αυτά επηρεάσθηκαν κυρίως από τρεις παράγοντες: οι τράπεζες αύξησαν τα έσοδα από τόκους χάρη στη χορήγηση νέων δανείων, έστω και με συγκρατημένους ρυθμούς. Όμως, έχασαν έσοδα τόκων επειδή έφυγαν από τους ισολογισμούς τους «κόκκινα» δάνεια, ενώ παρουσιάζουν, όπως επισημαίνει ο οίκος, χαμηλή διαφοροποίηση εσόδων, δηλαδή δεν έχουν καταφέρει να αντλήσουν επαρκή έσοδα από προμήθειες.
Τα συνολικά και τα βασικά έσοδα των τραπεζών
Το βασικό πρόβλημα που έχουν αντιμετωπίσουν οι τράπεζες και θα κάνει δύσκολη την επιστροφή τους σε κερδοφορία, παρά το γεγονός ότι από το 2022 θα πάψουν να επιβαρύνονται με πολύ μεγάλες προβλέψεις για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, είναι ότι δεν αναμένεται να καταφέρουν να αυξήσουν σημαντικά τα έσοδα από τόκους.
Από τη μια, οι τράπεζες περιμένουν να αυξήσουν τα έσοδα από τόκους μέσα από τις νέες χορηγήσεις δανείων που θα γίνουν χάρη και στο Ταμείο Ανάκαμψης.Όμως, αυτή η αύξηση δεν θα είναι επαρκής για να καλύψει τους τόκους που θα χάνουν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα έχουν φύγει από τα χαρτοφυλάκιά τους.
«Ενώ η Ελλάδα θα ωφεληθεί περισσότερο από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, αναμένουμε ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών θα παραμείνουν υπό πίεση το 2022, καθώς ο θετικός αντίκτυπος από την πιστωτική επέκταση είναι απίθανο να αντισταθμίσει τη μείωση τόκων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια», τονίζει η DBRS, σημειώνοντας ότι πιέσεις θα δημιουργήσουν, επίσης, στα έσοδα των τραπεζών η πιθανή δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, η κατάργηση των ειδικών όρων που συνδέονται με το πρόγραμμα TLTRO 3 από τον Ιούλιο του 2022 (σ.σ.: μέσω του προγράμματος η ΕΚΤ δανείζει τις τράπεζες με αρνητικά επιτόκια) και το υψηλότερο κόστος έκδοσης χρέους.
Για να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, δηλαδή τα ασθενή έσοδα από τόκους, οι τράπεζες θα πρέπει να διοχετεύσουν τη μεγάλη ρευστότητα που έχουν από τις καταθέσεις σε εργασίες που θα φέρουν έσοδα από προμήθειες και θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση των εσόδων.
Πέρα από αυτά τα προβλήματα, οι τράπεζες πλέον αντιμετωπίζουν νέους κίνδυνους που προέρχονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπως τονίζει ο οίκος, η άμεση έκθεση των ελληνικών τραπεζών στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, ωστόσο οι γεωπολιτικές εντάσεις προσθέτουν δυνητικό κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και την ανάγκη για υψηλότερες προβλέψεις για ζημιές από δάνεια μεσοπρόθεσμα, εάν οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και ο πληθωρισμός επηρεάσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και αν επιτύχουν τον στόχο τους για επιστροφή σε κερδοφορία, οι τράπεζες δεν αναμένεται να διανείμουν μεγάλα μερίσματα στους μετόχους. Ορισμένες ελληνικές τράπεζες άρχισαν διάλογο με την εποπτική αρχή για την επανέναρξη των πληρωμών μερισμάτων το 2023 - 2024, μετά από μια δεκαετία βαθιάς αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, σημειώνει η DBRS, αναμένουμε ότι οι προτεινόμενοι δείκτες πληρωμών είναι πιθανό να παραμείνουν μετριοπαθείς σε αυτό το πρώιμο στάδιο.