Πεπεισμένος ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα επιστρέψει τον κατακερματισμό της αγοράς ομολόγων και θα ενεργοποιήσει το νέο εργαλείο προστασίας των υπερχρεωμένων χωρών, που προανήγγειλε η Κριστίν Λαγκάρντ, εμφανίστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας σήμερα στο πλαίσιο του Διεθνούς Σεμιναρίου Μακροοικονομίας του National Bureau of Economic Research που φιλοξενεί η ΤτΕ, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι η Κεντρική Τράπεζα εξέφρασε την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσουμε τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και τους κινδύνους κατακερματισμού των αγορών.
Επανέλαβε ότι η η ΕΚΤ θα εφαρμόσει με ευελιξία την επανεπένδυση των ομολόγων που λήγουν τα οποία βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο (ΡΕΡΡ) του προγράμματος πανδημίας. Και τούτο προκειμένου να διατηρηθεί η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, κάτι που είναι σημαντικό για την εκπλήρωση της εντολής που έχει λάβει η ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών.
Επιπλέον, όπως ανέφερε ο κ, Στουρνάρας, η ΕΚΤ επεξεργάζεται τη δημιουργία ενός νέου οργάνου προκειμένου να μετριάσει τα όποια φαινόμενα κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων. Τα οποία όπως εκτίμησε είναι πιθανόν να προκληθούν εξαιτίας και της υψηλής αβεβαιότητας λόγω των οικονομικών και χρηματοοικονομικών συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ζώνη του ευρώ είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά μια ελλιπής δημοσιονομική, τραπεζική ένωση και κεφαλαιαγορά, δηλαδή μια ελλιπής οικονομική ένωση.
Παράλληλα εκτίμησε πως η άνοδος των επιτοκίων μπορεί να είναι σταδιακή σημειώνοντας ότι «η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ (δηλαδή ο τερματισμός των αγορών ομολόγων και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων) αποτελεί μία αναγκαιότητα μετά την άνοδο του πληωθωρισμού.
Ωστόσο, όπως εκτίμησε, η προσαρμογή αυτή της νομισματικής πολιτικής προς την κανονικότητα, μπορεί να γίνει σταδιακά.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά τόσο η αξιοπιστία της ΕΚΤ όσο και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) έχει εμπεδωθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Για το λόγο αυτό παρατηρούμε σήμερα ότι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια διατηρούνται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που είχαν διαμορφωθεί στα τέλη της δεκαετίας '70, αρχές του ΄80, όταν η αξιοπιστία αυτή δεν είχε ακόμη κατακτηθεί.