Στα ελληνικά ομόλογα πόνταραν... όλα τα λεφτά οι τράπεζες στη διάρκεια της διετίας της πανδημίας, όταν βρέθηκαν με τεράστια διαθέσιμη ρευστότητα από την αύξηση των καταθέσεων και την παροχή δανείων με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τράπεζες αύξησαν τη διετία 2020 - 2021 κατά 72% τις τοποθετήσεις τους σε ελληνικούς κρατικούς τίτλους, δηλαδή πολύ περισσότερο από όσο αύξησαν τα δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, την ίδια περίοδο.
Οι τοποθετήσεις σε ελληνικά κρατικά ομόλογα είναι μια... πονεμένη ιστορία για τις ελληνικές τράπεζες. Ενώ για δεκαετίες αποτέλεσαν μια σίγουρη και επικερδή τοποθέτηση, οι κρατικοί τίτλοι «έκαψαν» τις τράπεζες το 2012, όταν η αναδιάρθρωση του χρέους φόρτωσε τις τράπεζες με ζημιές που εξαφάνισαν τα κεφάλαιά τους και τις οδήγησαν σε ανακεφαλαιοποίηση με ευρωπαϊκά δάνεια.
Από το 2012, όταν η αξία των κρατικών τίτλων υποχώρησε στο ναδίρ, κάτω από το 10% της ονομαστικής αξίας, έχουν ακολουθήσει σταθερά ανοδική πορεία. Ο δείκτης ελληνικών ομολόγων S&P Dow Jones από το 9% το 2012 ξεπέρασε το 111% τον Αύγουστο του 2021. Τη διετία 2020 - 2021, οι ελληνικές τράπεζες «έριξαν» τεράστια ποσά σε κρατικούς τίτλους, πολύ κοντά στα υψηλά επίπεδα τιμών, κίνηση που έχει μεν αποδειχθεί ως τώρα αρκετά αποδοτική, αλλά δεν παύει να έχει και ρίσκο.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα), το σύνολο των ομολόγων της Ελληνικής Δημοκρατίας (περιλαμβανομένων των εντόκων γραμματίων) που διακρατούν οι ελληνικές τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους στο τέλος του 2021 ανήλθε σε 28,3 δισεκ. ευρώ (9,5% του ενεργητικού), αυξημένο κατά περίπου 1,5 δισεκ. ευρώ σε σύγκριση με το 2020 και κατά περίπου 11,9 δισεκ. ευρώ σε σύγκριση με το 2019.
Οι τράπεζες έχουν λάβει τα μέτρα τους για να περιορίσουν τον κίνδυνο απωλειών από ενδεχόμενη πτώση τιμών στην αγορά ομολόγων. Όπως σημειώνει η ΤτΕ, «η αξία του χαρτοφυλακίου τίτλων της Ελληνικής Δημοκρατίας που διακρατεί ο τραπεζικός τομέας σε χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία ανήλθε σε 7,1 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2021, έναντι 10,3 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2020. Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε τίτλους της Ελληνικής Δημοκρατίας στα χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία, μειώθηκε κατά 31%, ενώ ως προς το σύνολο του ενεργητικού υποχώρησε σε 2,4% στο τέλος του 2021, από 3,8% στο τέλος του 2020».
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες μπορούν να διαχωρίζουν λογιστικά τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους σε δύο κατηγορίες: αυτά που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία και τα ομόλογα που μένουν με μια σταθερή τιμή στα βιβλία των τραπεζών, επειδή πρόκειται να τα κρατήσουν ως τη λήξη τους. Οι τράπεζες κρατούν τα περισσότερα ομόλογα στη δεύτερη κατηγορία, ώστε να προφυλαχθούν από ενδεχόμενη πτώση των τιμών τους. Η πτώση ήδη έχει αρχίσει και είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης ελληνικών ομολόγων της S&P έχει πέσει από το 111 του περασμένου Αυγούστου στο 91, δηλαδή σχεδόν κατά 20%.
Όσο ανεβαίνουν τα επιτόκια, τα χαρτοφυλάκια των κρατικών ομολόγων επιβαρύνουν τις τράπεζες με ζημιές. Η Τράπεζα της Ελλάδος, προσεγγίζοντας αυτό τον τον κίνδυνο (κίνδυνος αγοράς) σημειώνει ότι:
- Χρήζει αναφοράς ότι στο πλαίσιο της διενέργειας ανάλυσης ευαισθησίας για τα εν λόγω χαρτοφυλάκια ομολόγων, μία δυνητική αύξηση των επιτοκίων (interest rates) κατά 1 μονάδα βάσης (μ.β.) στο σύνολο των χαρτοφυλακίων αναμένεται να επιφέρει ζημίες ύψους 33,7 εκατ. ευρώ για το σύνολο των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου στο τέλος του 2021, έναντι ζημίας 29,7 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2020.
Δηλαδή, σε ένα σενάριο αύξησης των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης (0,50%), οι τράπεζες θα «γράψουν» ζημιές ύψους σχεδόν 1,7 δισ. ευρώ. Το 2020, οι τράπεζες είχαν κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, που προήλθαν κυρίως από συναλλαγές σε κρατικά ομόλογα, ύψους 2,341 δισ. ευρώ, ενώ το 2021 το ποσό αυτό μειώθηκε σχεδόν κατά 60%, στα 946 εκατ. ευρώ. Με την πορεία που ακολουθούν τα κρατικά ομόλογα φέτος, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το σενάριο της εγγραφής ζημιών από αυτά τα χαρτοφυλάκια....