Η μεγάλη ακρίβεια και οι συνεχείς ανατιμήσεις που πλήττουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με το θολό τοπίο που διαμορφώνεται στην οικονομία και την αγορά εργασίας, προκαλούν πλέον αλυσιδωτές παρενέργειες και σε πολιτικό επίπεδο. Η βουβή δυσαρέσκεια και η κοινωνική δυσφορία που αποτυπώνονταν τους τελευταίους μήνες σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, αρχίζουν να “μεταφράζονται” σε αλλαγές στο εκλογικό σώμα
Οπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης ροκανίζονται σταδιακά, οι θετικές εκτιμήσεις για τη διαχείριση της κρίσης είναι όλο και λιγότερες σε σχέση με τις αρνητικές. Αυτό συνέβαινε σε μικρότερο βαθμό και τους προηγούμενες μήνες,όταν φαινόταν ότι η τάση είναι αναστρέψιμη. Τώρα όμως όχι μόνο παγιώνεται, αλλά συνδυάζεται με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις ως προς την πρόθεση ψήφου.
Τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ παραμένουν ακόμη υψηλά, αλλά το “αργό ροκάνισμα” είναι συνεχές. Για πρώτη φορά μετά τις εκλογές η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ πέφτει κάτω από τις 10 εκατοστιαίες μονάδες.
Αυτό που ήταν προφανές το προηγούμενο εξάμηνο, ότι “η ΝΔ χάνει, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει”, δεν ισχύει πλέον. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενισχύεται, χωρίς βέβαια να καρπώνεται μεγάλο μέρος των απωλειών της ΝΔ.
Το ανησυχητικό για το κυβερνών κόμμα και τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι περισσότερο κερδίζει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, γεγονός που οδηγεί την ηγεσία του στην επιλογή να ακολουθήσει σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή με “αντιδεξιά” ρητορική, αποκλείοντας ουσιαστικά το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με την ΝΔ.
Παράλληλα το κυβερνών κόμμα έχει να αντιμετωπίσει το εκ δεξιών πλευροκόπημα από την “Ελληνική Λύση” και τις άλλες δυνάμεις της “λαϊκής ακρο-δεξιάς”, που συσπειρώνονται και αν φθάσουν στις εκλογές με ενιαίο σχήμα, θα αφαιρέσουν μικρά μεν ποσοστά, αλλά απολύτως αναγκαία για να υπάρχει πιθανότητα αυτοδυναμίας.
Το χαμένο στοίχημα
Η αυτοδυναμία είναι το στοίχημα που φαίνεται να χάνουν επί του παρόντος ο Κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ. Τα δημοσκοπικά ποσοστά δείχνουν ότι συνεχώς απομακρύνονται από αυτόν τον στόχο. Για να υπάρχει πιθανότητα να τον επιτύχουν μετά από 5 ή 15 μήνες – οποτεδήποτε γίνουν οι εκλογές – θα πρέπει έως τότε να έχουν έρθει “τα πάνω κάτω” στην οικονομία και στην κοινωνία.
Προς το παρόν το κυβερνών κόμμα βρίσκεται “στην άμυνα”, προσπαθώντας να ανακόψει την προϊούσα φθορά του, μέσα σε συνθήκες που καθόλου δεν ευνοούν αυτή την προσπάθεια. Οι συνεχείς μεγάλες ανατιμήσεις, η άνοδος του κόστους ζωής, η αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, γίνονται αρνητικοί ψήφοι σε βάρος της κυβέρνησης και της ΝΔ.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο επιχειρεί να δώσει “απαντήσεις” στα προβλήματα αυτά, με διάφορα μέτρα στήριξης, εξαντλώντας τα δημοσιονομικά περιθώρια. Ομως τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Η λαϊκή δυσαρέσκεια φουντώνει, καθώς οι πολίτες βλέπουν μόνον αποτελέσματα και δεν μπαίνουν στη λογική να αξιολογήσουν “τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση και τι έκανε ή δεν έκανε”.
Τα προβλήματα "απ' έξω" και η κερδοσκοπία
Η κυβέρνηση δεν έχει άλλο τρόπο άμυνας, από το να εστιάσει στις ρίζες των προβλημάτων, προβάλλοντας την άποψη ότι είναι αποτέλεσμα διεθνών εξελίξεων – της ενεργειακής κρίσης, του πολέμου στην Ουκρανία, των οικονομικών κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία και της αναταραχής που προκαλούν στις αγορές. Προσπαθεί λοιπόν να στείλει το μήνυμα ότι "τα προβλήματα έρχονται απ' έξω, εμείς κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να τα αντιμετωπίσουμε ή να τα αμβλύνουμε”.
Εχει αναγκαστεί όμως να αποδεχθεί ότι οι ανατιμήσεις και η ακρίβεια οφείλονται κατά μεγάλο μέρος σε κερδοσκοπία. Σ' αυτό το σημείο εστιάζουν την κριτική τους ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ κι όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που κατηγορούν την κυβέρνηση ότι παίρνει αναποτελεσματικά μέτρα και ότι αφήνει ασύδοτους τους κερδοσκόπους. Κεντρικό θέμα αντιπολιτευτικής πολεμικής τα ζητήματα της ενέργειας – οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, των καυσίμων κλπ, που επηρεάζουν όλο τον κύκλο της παραγωγής-μεταφοράς καταναλωτικών αγαθών.
Η επικοινωνιακή μάχη θα κλιμακωθεί τις επόμενες εβδομάδες, καθώς η αντιπολίτευση θα προσπαθεί να αναδείξει “πόσο φταίει η κυβέρνηση” για την ακρίβεια. Είναι το θέμα που λειτουργεί ως καταλύτης για τη διαμόρφωση της πρόθεσης ψήφου αυτή την περίοδο και το αποτέλεσμα του θα καταγραφεί στις επόμενες δημοσκοπήσεις.
Χ. ΝΙΑΚΑΣ